Νοσταλγία και τραύμα στο σύγχρονο επικοινωνιακό τοπίο. Αποτυπώνοντας τον Μικρασιατικό ξεριζωμό στο εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο

Αγγελάκη Ρόζη-Τριανταφυλλιά
Ιστορικός, Μεταδιδάκτωρ Παιδικής Λογοτεχνίας Τ.Ε.Π.Α.Ε. Α.Π.Θ.
Διδάσκουσα Τ.Ε.Π.Α.Ε. Α.Π.Θ., Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, ΕΑΠ
angelaki[at]nured.auth.gr, aggelaki.rosy[at]gmail.com, angelaki.rozi[at]ac.eap.gr

Παραπομπή:
Αγγελάκη, Ρ.-Τ. (2023). Νοσταλγία και τραύμα στο σύγχρονο επικοινωνιακό τοπίο. Αποτυπώνοντας τον Μικρασιατικό ξεριζωμό στο εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο. Ροδόπη 3. [url]

Περίληψη

Η επετειακά επίκαιρη Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε μια από τις οδυνηρότερες στιγμές του ελληνικού έθνους και πηγή έμπνευσης πολλών συγγραφέων για παιδιά: Έχοντας ή όχι Μικρασιατική καταγωγή, μέσω της αφήγησης και αξιοποιώντας, ανάμεσα σε άλλα, ποικίλες πηγές, όπως εικόνες και προφορικές μαρτυρίες, επιχείρησαν να επικοινωνήσουν το τραύμα της προσφυγιάς και τη νοσταλγία για τον γενέθλιο τόπο, καθώς επίσης να διαμορφώσουν τις συνειδήσεις των αναγνωστών τους για ζητήματα εθνικής ταυτότητας. Εν προκειμένω θα μας απασχολήσει ο τρόπος με τον οποίο o Χρήστος Μπουλώτης διαχειρίστηκε τα γεγονότα της Μικρασιατικής τραγωδίας στο παιδικό εικονογραφημένο έργο του Το άγαλμα που κρύωνε. Μια αληθινή ιστορία που έγινε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (Πατάκης, 1999). Θα διερευνήσουμε πώς αποτύπωσε την ουσία της προσφυγικής και συλλογικής μνήμης και αν επιβεβαιώνει την παραδοχή πως η Παιδική Λογοτεχνία συντελεί στην κατάκτηση της ιστορικής γνώσης από τους ανήλικους αναγνώστες. Η συνέργεια εικόνας και κειμένου θα εξεταστεί με βάση την ταξινομία των Nikolajeva &Scott (2001), ενώ για την εικονολογική ανάλυση των λογοτεχνικών εικόνων τόσο στον άξονα της αφηγηματικής λειτουργίας, όσο και σε εκείνον των πολιτισμικών μύθων του σεναρίου, μεθοδολογικό εργαλείο θα αποτελέσει η προσέγγιση του Leerssen (2016).

Λέξεις- Κλειδιά: Μικρασιατική καταστροφή, εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο, νοσταλγία, τραύμα, μνήμη

Εισαγωγή

Η Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε ένα εκ των μελανότερων σημείων στην Ιστορία του ελληνικού έθνους. Συνέπειά της ήταν η μαζική μετακίνηση, κατά βάση, ελληνορθόδοξων πληθυσμών από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, τη Μυτιλήνη, τη Χίο και τη Σάμο, που λειτούργησαν ως σταθμοί ανασύνταξης και προσωρινής περίθαλψης των προσφύγων. Αφού εκείνοι προωθήθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, το τραύμα τους έγινε μεγαλύτερο: Μαζί με τον ανείπωτο πόνο για τις χαμένες τους πατρίδες, είχαν να αντιμετωπίσουν και την καχυποψία του ντόπιου πληθυσμού που, βλέποντας να ακυρώνεται το πολιτικό πρόταγμα του εθνικού μεγαλοϊδεατισμού, αρνούνταν να τους αναγνωρίσει ως τμήμα του εθνικού σώματος (Ανδριώτης, 2003; Ροδάς, 2019).

Βασικό συστατικό στοιχείο της λογοτεχνίας είναι η μνήμη (Nalbatian, 2003). Τα γεγονότα της Μικρασιατικής τραγωδίας, εκτός του ότι ασκούν ισχυρή επιρροή στη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, αποτελούν από το 1930 πηγή έμπνευσης συγγραφέων για ενηλίκους και παιδιά που διαχειρίστηκαν το ιστορικό παρελθόν και τον πόνο της προσφυγιάς στα έργα τους προκειμένου να αποκαταστήσουν την ιστορική μνήμη, αποδεικνύοντας τη γνωστική λειτουργία της Λογοτεχνίας και αποκαλύπτοντας την ιδεολογικά φορτισμένη συγκινησιακή της γλώσσα (Βασιλαράκης, 1992; Compagnon 2003, p. 40-54).  Σκοπός τους ήταν να επουλώσουν το τραύμα του ξεριζωμού και να αναδείξουν το συναίσθημα της νοσταλγίας που κατέκλυε τους πρόσφυγες όσο προσπαθούσαν να εγκλιματιστούν στον νέο τόπο κατοικίας τους (Αναγνωστόπουλος, 2008; Μητσάκης, 1985, σ. 22; Σηφάκη, 2019).

Πολλοί συγγραφείς συνοδεύουν τα κείμενά τους και με εικονογράφηση, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα του εικονιστικού συστήματος αναφορικά με την εμπέδωση πληροφοριών και εννοιών από τα παιδιά (Μυλωνάκου-Κεκέ 2005·  Schwarcz & Schwarcz, 1991), όπως επιβεβαιώνουν οι θεωρίες για την πολυτροπικότητα και τους πολυγραμματισμούς (Kress, 1993; 2003· Kress &van Leeuwen, 2001; Nodelman, 2009). Τα παιδικά εικονογραφημένα βιβλία μεταδίδουν μηνύματα και διηγούνται ιστορίες μέσα από τον συνδυασμό των εικόνων με την κειμενική τροπικότητα, που επηρεάζει την κατανόηση του οπτικού κώδικα από τους αναγνώστες-θεατές (Nikolajeva, 2003·  Χατζησαββίδης & Γαζάνη, 2005). Υπό το σκεπτικό μάλιστα, πως η λογοτεχνική εικόνα αποτελεί αφήγημα και αντιληπτική αναπαράσταση των ανθρώπινων κοινωνιών και ιδεών (Eliade, 1994, pp. 17-21· Frascina 1993, pp. 87-99) υποστηρίζεται πως η εικονογράφηση σε τέτοια έργα δεν συμβάλλει μονάχα στη νοηματοδότηση της αναπαριστώμενης πραγματικότητας από τα παιδιά (Das 2014· Eagleton, 1989· Ιser, 1978), αλλά και στην εγγραφή μύθων για τα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα στο φαντασιακό τους (Dutu,1992· Jauss 1995). 

Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει η προσπάθεια του Χρήστου Μπουλώτη να εγγράψει μέσω του έργου του στην κοινωνική μνήμη των παιδιών την ιστορική πραγματικότητα, θίγοντας παράλληλα τις έννοιες του πρόσφυγα, του εθνικού αυτοπροσδιορισμού και της αυτoεικόνας, της εθνοτικής σταθερότητας και της πολιτιστικής κληρονομιάς, μέσα από την αφήγηση γεγονότων που «κουβαλούν» το τραύμα των Μικρασιατών και τη νοσταλγία που βίωναν όσο προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στη νέα τους πατρίδα. Δείγμα θα αποτελέσει το εικονογραφημένο βιβλίο του Το άγαλμα που κρύωνε. Μια αληθινή ιστορία που έγινε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (Πατάκης, 1999). Θα διερευνηθεί αν η διττή τροπικότητα προωθεί τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και την κατάκτηση της ιστορικής γνώσης από τους αναγνώστες-θεατές και αν μέσω αυτής παρωθούνται να αποκτήσουν ενσυναίσθηση και να υιοθετήσουν διαπολιτισμική συμπεριφορά (Αποστολίδου, 2013, σ. 6· Offenstadt 2007, σ. 19). Θα εξεταστεί, επίσης, ο τρόπος με τον οποίο προωθείται λεκτικά και εικονιστικά στο έργο η έννοια της νοσταλγίας, η σύνδεσή της με το προσωπικό τραύμα του διωγμού και η αναγνώριση του συλλογικού εαυτού. Μεθοδολογικό εργαλείο για την αλληλεπίδραση κειμένου και εικόνας στο έργο θα αποτελέσει η ταξινομία των Μ. Nikolajeva & C. Scott (2001), ενώ θα αξιοποιηθεί και η εικονολογία του J. Leerssen (2016), βασικό θέμα της οποίας αποτελεί η ταυτότητα, η ετερότητα, η αναπαράσταση των εθνικών εικόνων στη λογοτεχνία, καθώς και κατά πόσον οι εικονοτυπικές κατασκευές προωθούν τη συλλογικότητα έναντι του αποξενωμένου Άλλου.

Το δείγμα

Στο εικονογραφημένο έργο του Χ. Μπουλώτη περιγράφεται το τραγικό βίωμα του ξεριζωμού των Μικρασιατών, το οποίο αναδεικνύεται ως γεγονός με προσωπικές, τοπικές, εθνικές και οικουμενικές διαστάσεις. Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, «με τους 35 φοίνικες, τη μαρμαρένια σκάλα και τις μαρμάρινες κολόνες» (Μπουλώτης, 1997, σ. 6), του οποίου τη ζωγραφιά το παιδί αντικρίζει ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου (εικ. 1).

Εικ. 1

Παρότι στο έργο επιπολάζουν μυθοπλαστικά στοιχεία που εξάπτουν το ενδιαφέρον των παιδιών, αφού, όπως θα φανεί, ο γενέθλιος τόπος γίνεται επισκέψιμος μέσω της φαντασίας και ο χρόνος του έργου είναι ονειρικός, παρά πραγματικός, ο παντογνώστης αφηγητής ενημερώνει το κοινό του πως «η ιστοριούλα» που θα διαβάσει για το άγαλμα που σκεφτόταν, μιλούσε και φερόταν σαν ζωντανό, «είναι πέρα για πέρα αληθινή» (ό.π., σ. 7). Το άγαλμα που κρύωνε και η διαδρομή του, βέβαια, δεν ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας του συγγραφέα: Πρόκειται για το ανασκαφικό εύρημα που βρέθηκε το 1922 στη Νύσσα της Μ. Ασίας και εστάλη στην Αθήνα κατά τις πρώτες μέρες της Καταστροφής της Σμύρνης. Το εν λόγω έκθεμα της ώριμης Ελληνιστικής εποχής στο βιβλίο απεικονίζεται όπως ακριβώς είναι σήμερα διατηρημένο στην αίθουσα 30 του Μουσείου, με αριθμό τεκμηρίου 3485 (Καλτσάς, 2001, σ. 297). Θα υποστηρίζαμε, επομένως, πως το φανταστικό στοιχείο προσμειγνύεται αρμονικά εδώ με την πραγματικότητα και πιθανότατα ο συγγραφέας επιδιώκει να παρακινήσει το κοινό του να επισκεφθεί μουσειακούς και αρχαιολογικούς χώρους, μιας και συμβάλουν στην ιστορική μας εκπαίδευση (Marcus, Stoddard and Woodward, 2012).

Βασικό χαρακτηριστικό της γλώσσας του έργου είναι η βιωματικότητα, ήτοι η αφηγηματική αναπαράσταση της Ιστορίας ως μνήμη, που εξακολουθεί να επιδρά στο παρόν με τον μοναδικό τρόπο που τη βίωσε κάθε άνθρωπος (Βαγιανός 1996, σ. 287). Οι αναγνώστες βιώνουν τα αναπαριστώμενα γεγονότα μέσω των φορτισμένων μαρτυριών και των μικροϊστοριών των κεντρικών χαρακτήρων του έργου, του αγάλματος και της καθαρίστριας του μουσείου, κ. Γαλάτειας, όπως  και μέσω των ιστορικών μυθευμάτων τους, που αντιμετωπίζονται ως ντοκουμέντα, σύμφωνα με την εικονολογική προσέγγιση (Αμπατζοπούλου, 1998, σσ. 253-258; Οικονόμου-Αγοραστού, 1992, σ. 15). Επί παραδείγματι, οι αναγνώστες πληροφορούνται την πορεία του μικρού αγοριού, όπως τη θυμόταν το ίδιο «από την αντίπερα όχθη του Αιγαίου», όπου το έφτιαξε «ένας λεβέντης γλύπτης σγουρομάλλης» στην Αθήνα. Εκεί έφτασε «στο μεγάλο χαλασμό» μαζί με «πρόσφυγες που σκόρπισαν στους πέντε ανέμους», έπειτα «στήθηκε στο μεγάλο μουσείο»,  «ένιωθε απέραντη μοναξιά, γιατί σαν παιδί που ήταν, αποζητούσε παιδιά να παίξει» (Μπουλώτης, ό.π., σ. 8), και «όταν έκλειναν οι φύλακες τις βαριές πόρτες του μουσείου», σεργιανούσε «τη νύχτα με τα άλλα αγάλματα στις ψηλοτάβανες αίθουσες» (ό.π., σ.10).

Σύμφωνα με τη Svetlana Boym η νοσταλγία αφορά στην αντιμετώπιση του παρελθόντος μέσα από μια ωραιοποιημένη οπτική, την επιστροφή στον γενέθλιο τόπο και το ταξίδι της επιστροφής, καθώς επίσης με τη διαδικασία διαμόρφωσης της ατομικής και της συλλογικής μνήμης. Διακρίνει την αποκαταστατική (restorative) νοσταλγία, που εστιάζεται στον νόστο και σχετίζεται με την ολική ανακατασκευή των υλικών ή πνευματικών μνημείων και την ανακλαστική (reflective) νοσταλγία, η οποία δίδει έμφαση στο άλγος, την πεθυμιά, την απώλεια και τα ερείπια (Boym, 2001, pp. 41-9). Σύμφωνα με τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, το άγαλμα κρύωνε λόγω της θλίψης και της μελαγχολίας που του προκαλούσε ο διακαής πόθος του για επιστροφή «στη μακρινή του πατρίδα, στη Μικρασία», που τη «νοσταλγούσε αθεράπευτα» (Μπουλώτης, ό.π, σ. 7) και λαχταρούσε να μάθει «νέα απ’ τις παλιές πολιτείες τις ερειπωμένες, κι απ’ τα αρχαία θέατρα που αντηχούν, λέει, ακόμη ελληνικές λαλιές» (ό.π, σ. 22). Βάσει της προτεινόμενης κατηγοριοποίησης της Svetlana Boym, θα υποστηρίζαμε πως το ίδιο το προσφυγάκι, ως άγαλμα που είναι, ενσαρκώνει στο βιβλίο τόσο την αποκαταστατική νοσταλγία, που γίνεται αντιληπτή μέσω της ανακατασκευής μνημείων, όσο και την ανακλαστική, που την απασχολεί η ατελής διαδικασίας της ανάμνησης, τα ερείπια, η ιστορία και το όνειρο του χαμένου τόπου (Horvath, 2018).

Το βιβλίο είναι διανθισμένο με τα σκίτσα της Φ. Στεφανίδη, που συνδυάζει το ρομαντικό με το ρεαλιστικό ύφος και χρησιμοποιεί τα υλικά κατάλοιπα ως αναπαράσταση, προκειμένου να εικονογραφήσει μια ιστορική αφήγηση με ποικίλες σημασιοδοτήσεις (Αnderson et al.,  2002; Νάκου, 2007). Τα σκίτσα, πέρα από τη διακοσμητική τους λειτουργία, υπογραμμίζουν συγκεκριμένα σημεία του κειμένου και παρωθούν τον αναγνώστη-θεατή να σκεφτεί για να προεκτείνει τα νοήματά τους (Sipe, 2000). Για την ακρίβεια, τον βοηθούν να συνειδητοποιήσει, από τη μια, τη σκληρή και αντικειμενική πραγματικότητα που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες μετά την Καταστροφή της Σμύρνης και, από την άλλη, τα υποκειμενικά, αντιφατικά συναισθήματα των δρώντων προσώπων. Στις ζωγραφιές με τις ελεύθερες πινελιές που κοσμούν το έργο, αξίζει να αναφερθεί πως τα θερμά, γήινα χρώματα αποκαλύπτουν το συγκινησιακό φορτίο της αφήγησης και απεικονίζουν τον νοσταλγικό, ευαίσθητο, μελαγχολικό, ονειρικό και, συνάμα, περιπετειώδη κόσμο εντός του οποίου σκέπτονται και δρουν οι πρωταγωνιστές (Putz et. al., 2008; Gombrich, 1988; Φλέμινγκ και Χόνορ, 1991).

Για την ακρίβεια, στα μάτια των αναγνωστών, μέσα από τα βιώματα του μικρού αγοριού, εκτίθεται το αφήγημα της νοσταλγίας των προσφύγων, το οποίο και οικοδομούν καθώς συνειδητοποιούν πως δεν μπορούν να επιστρέψουν ποτέ  «σπίτι» και, ταυτόχρονα, επιμένουν να το θυμούνται, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις της νέας πατρίδας, να αποδώσουν νόημα στην ύπαρξή τους και να ορίσουν εκ νέου τους εαυτούς τους (Da Silva & Faught, 1982· Naughton & Vlasic, 1998). Ο αφηγητής, φερ’ ειπείν, τονίζει πως το άγαλμα «μόνο την πατρίδα του νοσταλγούσε, κι όλο αφουγκραζόταν μήπως ακούσει να έρχονται Ελληνάκια» στο μουσείο κι ότι συχνά αναρωτιόταν «μήπως ζητούσε πολλά που ήθελε να ξαναδεί τη μακρινή του πατρίδα πέρα απ’ το Αιγαίο» (ό.π., σ. 10). Οι αφηγήσεις γύρω από όσα αισθανόταν και σκεφτόταν το μικρό «προσφυγάκι», που δεν μπορούσε να ξεχάσει «το φλοίσβο των κυμάτων ή τη μυρωδιά της ξαφνικής καλοκαιρινής βροχής στα θερισμένα σταροχώραφα της πατρίδας του» (Μπουλώτης, ό.π., σ. 8), ουσιαστικά λειτουργούν ως μέσο προβολής, αφενός μεν της πολιτικής της μνήμης των ξεριζωμένων ως βασικής προοπτικής ενάντια στη λήθη, αφετέρου δε της ενθύμησης του τραύματος ως μέσον απόκτησης ιστορικής συνείδησης (Λιάκος, 2007, σσ. 224-226).

«Προσφυγάκι» θα πρέπει να πούμε ότι φώναζε το μικρό άγαλμα η «διάσημη διευθύντρια του μουσείου», «που την έλεγαν Σέμνη» (Μπουλώτης, ό.π., σ. 9)· η βραβευμένη αρχαιολόγος και πρώτη γυναίκα Έφορος του Μουσείου, Σέμνη Καρούζου, που εργάσθηκε μεταξύ άλλων για τη διάσωση των αρχαιοτήτων του ΕΑΜ και την επανέκθεσή τους στο μουσείο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το υπαρκτό αυτό πρόσωπο ο αναγνώστης μπορεί να το δει τόσο στις ζωγραφιές που συμπληρώνουν το κείμενο, όσο και στο παράρτημα που παραθέτει ο συγγραφέας στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του.

Η «ξακουσμένη σε ολόκληρη τη γη» κ. Σέμνη, «όπως όλοι οι διάσημοι άνθρωποι στη γη, δεν είχε χρόνο να καθίσει μαζί του» κι έτσι «δεν προλάβαινε να νιώσει τη νοσταλγία και τη θλίψη του»  (ό.π., σ. 8). Τη «συμπονετική αγκαλιά» που έψαχνε το μικρό αγόρι θα την έβρισκε στο πρόσωπο της κ. Γαλάτειας, που έγινε φίλη του «ολότελα απρόσμενα», «κάποιον Οκτώβρη που οι νεραντζιές της Αθήνας αντί για νεράτζια ‘καναν ρόδια και στον ουρανό πάνω απ’ την Ακρόπολη αρμένιζε για μέρες μια βάρκα με λευκό πανί, (Μπουλώτης, ό.π., σ. 10). Οι αναγνώστες παρακολουθούν την τρυφερή σχέση που αναπτύσσει το μικρό προσφυγάκι με την κ. Γαλάτεια, η οποία στηρίζεται (i) στην εκδήλωση της νοσταλγίας των δυο πρωταγωνιστών για τον τόπο καταγωγής τους, (ii) στην από κοινού προσπάθειά τους για επούλωση του τραύματος της προσφυγιάς μέσα από τη μνημοσύνη, αλλά και (iii) στην απόπειρά τους να ξεπεράσουν τη μοναξιά που βίωναν στη νέα πατρίδα (Tannock, 1995, p. 456). Χαρακτηριστικά είναι τα σημεία του έργου όπου οι αναγνώστες πληροφορούνται πως το άγαλμα που κρύωνε «έλαμψε ολόκληρο από χαρά», σαν έμαθε πως και η κ. Γαλάτεια καταγόταν από την κοσμοπολίτισσα Σμύρνη και ένιωσε «σα να ξαναντάμωνε δικό του άνθρωπο που τον νόμιζε χαμένο για πάντα» (Μπουλώτης, ό.π.,σ. 10). Εκείνη, με τη σειρά της, διαβάζουμε πως  άκουγε το προσφυγάκι με «σχεδόν ραγισμένη την καρδιά» να τη «ρωτά αναστενάζοντας πότε θα ξαναπεράσουν τα νερά του Αιγαίου» και για να το παρηγορήσει του «‘φερνε γλυκά που ‘φτιαχνε με τα χέρια της, μυριστικά από τον κήπο της, ξυλομπογιές κι άσπρο χαρτί να ζωγραφίζει», παιχνίδια να παίζει, ενώ του τραγουδούσε και ποιήματα και τραγούδια της πατρίδας τους (ό.π., σσ. 10- 11).

Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, θεωρούμε πως προϊδεάζουν τα παιδιά αναφορικά με την τάση όσων βίωσαν το τραύμα του ξεριζωμού για συσπείρωση σε ομάδες με την ίδια γλώσσα, τα ίδια έθιμα, τις ίδιες ιστορικές παραδόσεις, κ.λπ.· ομάδες όπου ο ένας φροντίζει τον άλλον, αναγνωρίζει τα συναισθήματα και τις αξίες του και αποκτά επίγνωση εαυτού και την αίσθηση του ανήκειν  (Hornsey, 2008; Nesdale and Duffy, 2011). Δε μπορούμε, όμως να μη σταθούμε στα σημεία του κειμένου όπου το άγαλμα που κρύωνε περιγράφεται να περιμένει να έρθουν στο μουσείο «παιδιά που να μιλούνε τη δική του γλώσσα, να μιλούν ελληνικά», καθώς «όλο ακαταλαβίστικες γλώσσες άκουγε από ξένους που το κύκλωναν εκεί στην αίθουσα» (Μπουλώτης, ό.π., σ. 8). Διαβάζουμε, επίσης, πως «καθόλου δεν το ένοιαζε που το νόμιζαν ακατάδεχτο. Αυτό μόνο τη μακρινή του πατρίδα νοσταλγούσε κι όλο αφουγκραζόταν μήπως ακούσει να έρχονται τα Ελληνάκια» (ό.π., σ. 10)· επίσης, «περίμενε υπομονετικά κάθε φορά την κ. Γαλάτεια για να μιλήσει ελληνικά μαζί της» (ό.π., σ. 12) κι «ένιωσε τρισευτυχισμένο» όταν συνάντησε τον Λάμπη, το «Ελληνάκι», «τον μικρό γιο του νυχτοφύλακα, που μια μέρα θα γινόταν γλύπτης» (Μπουλώτης, ό.π., σ. 19). Ο Λάμπης έπαιζε μαζί του και, όπως του υποσχέθηκε, «του ’φερε κι άλλα Ελληνάκια στο Μουσείο» (ό.π., σ. 20) και το «γέμισε με ελληνικές φωνές, φωνίτσες, σαν ανοιξιάτικα τιτιβίσματα!» (ό.π., σ. 22).

Οι φράσεις αυτές, κατά τη γνώμη μας, επιβεβαιώνουν πως τα εικονογραφημένα βιβλία για παιδιά, από τη στιγμή που αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικές, ιστορικές και πολιτικές εξελίξεις μιας χώρας ή ενός έθνους, εμφορούνται από ιδεολογικούς σχηματισμούς των συντελεστών και της κοινωνίας όπου ζουν (McCallum 2008; Stephens, 1992). Εντοπίζουμε, δηλαδή, την επιθυμία του συγγραφέα,  να γνωστοποιήσει στα παιδιά την ανάγκη των Μικρασιατών αφενός να αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες μετά την έλευσή τους στην Ελλάδα,  αφετέρου να εντάσσονται σε ομάδες, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την καχυποψία του ντόπιου πληθυσμού, που αρνούνταν να τους αναγνωρίσει ως τμήμα του εθνικού σώματος (Beaton, 1996, p. 181· Leerssen, 2016).

Επιπρόσθετα, διαβάζουμε ότι οι πρωταγωνιστές του έργου «ήθελαν δεν ήθελαν, έμαθαν να ζουν με αναμνήσεις» για «τις ερειπωμένες πολιτείες, σαν αρχόντισσες παλιές»  και τα «σπασμένα μάρμαρα κι αγάλματα, τις κομματιασμένες ομορφιές» (ό.π., σ. 26).  Κι ενώ είναι ευδιάκριτος στην αφήγηση ο πόνος που βίωναν από τις αναμνήσεις, ουσιαστικά  ο αναγνώστης ωθείται στη συνειδητοποίηση πως οι ενθυμήσεις αυτές αποτελούσαν τα στηρίγματά τους, προκειμένου να χαράξουν νέα πορεία, να αποκτήσουν αυτογνωσία και να κατανοήσουν τον κόσμο, προτού τον ξανα-αντιμετωπίσουν (Μανταδάκη, 2019, σσ. 27-31· Tamis, 2005, p. 49). Γίνεται, επίσης, αντιληπτή η αναστοχαστική νοσταλγία, που εστιάζει στο άλγος (Boym, ibid, p. 13) που προκαλεί η διαδικασία της «πεθυμιάς», λέξη που συναντούμε συχνά στο βιβλίο, όπως επίσης και η αποκαταστατική νοσταλγία, βάσει της προαναφερθείσας κατηγοριοποίησης, που εστιάζει στην ενθύμηση του χαμένου σπιτικού, στον νόστο που προκαλεί αυτή η ενθύμηση, αλλά και στη δημιουργία της εθνικής ταυτότητας. Στις παραπάνω φράσεις του αφηγητή υπονοείται πως οι πρόσφυγες, στην προσπάθειά τους για αυτο-κατηγοριοποίηση, δημιουργούν εθνικές εικόνες για το παρελθόν (Εξερτζόγλου, 2015), ενδεχομένως όμως να περιοριστούν στον συγχρωτισμό τους μονάχα με άτομα της εσω-ομάδας όπου εντάσσονται προκειμένου να διατηρήσουν της πολιτισμική τους ταυτότητα, όπως κάνει το προσφυγάκι με την κ. Γαλάτεια και τον Λάμπη, το «Ελληνάκι» (Βεργέτη, 2003, p. 47 κ.ε.; Reicher et al, 2010, pp. 47-50). Καθώς, μάλιστα, το προσφυγάκι φέρεται να αναρωτιέται «μήπως τα Ελληνάκια δεν νοιάζονται πια για τα αγάλματα» (Μπουλώτης, ό.π., σ. 10), τα παιδιά συνειδητοποιούν πως οι πρόσφυγες καταλήγουν να βιώνουν τη νοσταλγία ως μόνιμη κατάσταση και συχνά να θεωρούν τους εαυτούς τους περισσότερο αφοσιωμένους στα ιδανικά της νέας πατρίδας, από ό,τι οι γηγενείς (Boym, ibid, p. 342· Said, 2000, p. 151).

Η απόπειρα των συντελεστών του βιβλίου να επηρεάσουν τις συνειδήσεις των αναγνωστών, φαίνεται και στο σημείο όπου η Γαλάτεια συνομιλεί με το μικρό άγαλμα και του εξομολογείται πως τα «γαλανά, σαν τα νερά του Αιγαίου» μάτια της ήταν άλλοτε μαύρα, μα «βάφτηκαν σαν τη γαλάζια θάλασσα», «όταν σ’ εκείνον τον μεγάλο χαλασμό, μαζί με τους δικούς της κι άλλους πολλούς πρόσφυγες, στοιβαγμένοι σε καΐκι, πέρασαν το Αιγαίο» (Μπουλώτης, ό.π., σ. 13). Οι αναγνώστες-θεατές, ενώ διαβάζουν τα παραπάνω, αντικρίζουν στο βιβλίο την κ. Γαλάτεια να τους κοιτάζει κατάματα με τα γαλάζια μάτια της, των οποίων η ιστορία συγκίνησε το προσφυγάκι και τα «λαμπυριστά του δάκρυα» έγιναν μαργαριτάρια που τα έδεσε σε κολιέ και της τα χάρισε (ό.π.). Στην αμέσως επόμενη εικόνα οι αναγνώστες βλέπουν την κ. Γαλάτεια να φορά το εν λόγω κολιέ (εικ.2) που «δεν αποχωριζόταν ποτέ, γιορτές, καθημερινές, ούτε κι όταν σκούπιζε και σφουγγάριζε τις αίθουσες του Μουσείου» (ό.π., σ. 14), ενώ πίσω της διακρίνονται τα «αρχαία αγάλματα που είχε την τύχη να μένει ολομόναχη και να συνομιλεί μαζί τους και να τα φροντίζει» (ό.π., σ. 12).

Εικ. 2

Ουσιαστικά, η εικονογράφηση αλληλεπιδρά με το κείμενο και ενισχύει τα νοήματά του: Η δραματουργία του έργου καθίσταται αντιληπτή από τα παιδιά ενώ θωρούν το μελαγχολικό πρόσωπο της κ. Γαλάτειας. Εκείνη ενσαρκώνει την αποκαταστατική νοσταλγία, η οποία συνδέεται με τη δημιουργία αφηγημάτων που προσιδιάζουν σε μύθους και παραμύθια, τα οποία αποτελούν λύτρωση για τους πρόσφυγες (Healy, 2009). «Η ιστορία των ματιών της κ. Γαλάτειας έμοιαζε σαν παραμύθι» (ό.π.12), ενώ παραμυθένια είναι και η επίσκεψή της στα πάτρια εδάφη χάρη σε ένα ανθρωπόμορφο πουλί «που βγήκε από τα παραμύθια» (ό.π., σ. 22): «Ένα τεράστιο, γαλάζιο πουλί με μακρύ ράμφος που μιλούσε, λέει, μ’ ανθρώπινη λαλιά» (ό.π., σ.14).

Ενδιαφέρον στοιχείο είναι, επίσης, πως η νοσταλγία συνδέεται στα μάτια των αναγνωστών με το φαγητό, τόσο στη λεκτική, όσο και στην εικονιστική τροπικότητα: Διαβάζουμε, συγκεκριμένα, πως «το προσφυγάκι ρωτούσε το γαλάζιο πουλί με φωνή που έσταζε νοσταλγία», αν εξακολουθούσαν να βγαίνουν «χιλιάδες τα πεπόνια στα μποστάνια της πατρίδας του, και τα καρπούζια» (Μπουλώτης, ό.π., σ.24), τα οποία γεύτηκε με λαχτάρα σαν επισκέφτηκε την πατρίδα του μαζί «με γάργαρο νερό από πηγή βουνίσια», παρέα με την κ. Γαλάτεια, που «όλο πεθυμιά» «ξεφύτρωσε βασιλικό και δυόσμο», «για να τα φυτέψει στην αυλή της στην Αθήνα» (ό.π., σ. 26). Ενώ, λοιπόν, ο αφηγητής μας πληροφορεί πως χάρη στο ταξίδι το άγαλμα «έπαψε να κρυώνει από νοσταλγία» (Μπουλώτης, ό.π., σ. 24) και η ανάμνηση γεύσεων και ο νόστος μετατρέπονται σε νοστιμιά (Morris, 2002; Seremetakis, 1996, σσ.. 4-9), η εικονογράφηση συμπληρώνει τα γραφόμενα και το παιδί βλέπει τα «μελοπέπονα» και το «ολόδροσα καρπούζια» (εικ.3) που έφαγαν οι πρωταγωνιστές, χάρη στο πουλί. Σημειωτέον, το πουλί με τις ανθρώπινες ιδιότητες και τα συναισθήματα προσκαλεί έτι μια φορά τον αναγνώστη να προσπαθήσει να διακρίνει τι από όσα διαβάζει είναι πραγματικό και τι φανταστικό (Lukens, 1995, p. 55).

Εικ. 3

Ιδιαίτερα για την εικόνα του έργου όπου το πουλί με έναν μαγικό τρόπο «ταξιδεύει το άγαλμα με τη Γαλάτεια στην πατρίδα τους» (Μπουλώτης, ό.π, σ. 23) έναν Αύγουστο, «τον πιο ωραίο του αιώνα, όπου η πανσέληνος ασήμωσε ένα ταξίδι που έμοιαζε πιο πολύ με παραμύθι» (ό.π., σ. 26), αναγνωρίζουμε στο σκίτσο μια πολυεπίπεδη δυναμική που εμπλουτίζει το κείμενο και παρωθεί τους αναγνώστες να ενεργοποιηθούν περισσότερο προκειμένου να ερμηνεύσουν αυτό που βλέπουν (Καλλέργης, 1995; Ryan & Anstey, 2003). Εκεί όπου το πουλί μεταφέρει στο μπόγο τους πρωταγωνιστές «σφιχταγκαλιασμένους» πάνω από «θαλασσόβρεχτες πολιτείες της Μικράς Ασίας» (Μπουλώτης, ό.π.), θα υποστηρίζαμε πως το στρόγγυλο «σακούλι» παραπέμπει στην μυστηριώδη ολοκλήρωση που εκφράζει ο κύκλος και αυτήν που, αντίστοιχα, ένιωσαν οι πρωταγωνιστές επισκεπτόμενοι τη Σμύρνη (Κοζάκου – Τσιάρα, 2006; Μοσχονά – Καλαμάρα, 1986). Επιπλέον, ο κύκλος μας παραπέμπει στην αιωνιότητα, όπως αέναη είναι και η «νοσταλγία για την πατρίδα στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου, που δεν έλεγε να σβήσει» (ό.π., σ. 28). Επίσης, δε θεωρούμε τυχαίο το ότι το πουλί με τους δυο πρωταγωνιστές απεικονίζονται να πετούν στο πάνω μέρος της εικόνας. Εκεί συνήθως τοποθετούνται μορφές που εκφράζουν το ονειρικό, το ιδεώδες, το ελεύθερο και το ολοκληρωμένο, ενώ αντίστοιχα, ό,τι απεικονίζεται στο κάτω μέρος μιας εικόνας, είναι  ρεαλιστικό, βαρύ αντικείμενο, σταθερό, γήινο και ακλόνητο (Kress &van Leeuwen, 2010)- όπως τα  «αρχαία θέατρα και οι εκκλησιές οι βυζαντινές, οι βουβές, χωρίς καμπάνα» ( Μπουλώτης, ό.π., σ. 26), που βλέπουν να κείτονται  στο έδαφος της πατρίδας του καθώς πετούν η κ. Γαλάτεια με το μικρό προσφυγάκι, που, όμως, στην εικόνα δεν έχει τη μορφή αγάλματος, αλλά ενός ολοζώντανου παιδιού. Πιθανότατα οι αναγνώστες ωθούνται να σκεφτούν πως, όταν «ζωντάνεψε το πουλί» (Μπουλώτης, ό.π., σ. 14) και μαζί του ζωντάνεψε  η «παράξενη» επιθυμία του αγάλματος να βρεθεί στην «μακρινή πατρίδα του με τα Ελληνάκια που καρτερούσε», ζωντάνεψε και το ίδιο.

Συμπερασματικά

Η εκατονταετηρίδα από την Μικρασιατική Καταστροφή αποτελεί κομβικό σημείο για την επανεξέταση των τραγικών γεγονότων που, ομολογουμένως, ασκούν ισχυρή επιρροή στην ελληνική εθνική αφήγηση και τη συγκρότηση και γενεαλογία της προσφυγικής μνήμης. Τα παιδικά βιβλία με ιστορικό περιεχόμενο δύνανται να αναπαράγουν ιδέες και εικόνες για τον εθνικό εαυτό, ενώ ο συνδυασμός ιστοριογραφικού και λογοτεχνικού λόγου σε αυτά μπορεί να οδηγήσει τους αναγνώστες στη συνειδητοποίηση της υποκειμενικότητας της Ιστορίας, στην καταπολέμηση της ξενοφοβίας, στην κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, καθώς επίσης στην αναβίωση του ιστορικού παρελθόντος (Κούγιαλη, 2004; Κουργιαντάκης, 2006, σσ. 451- 455) Τα σύγχρονα εικονογραφημένα παιδικά βιβλία μπορούν να προβληματίσουν και να ευαισθητοποιήσουν κοινωνικά τους ανήλικους αναγνώστες, καθώς και να σταθούν αρωγοί τους στην εκμάθηση της Ιστορίας σε ένα πιο αναθεωρημένο πλαίσιο (Kiefer, 1995; Sharp & Parkes, 2017 ;Youngs, 2012). Στα έργα αυτά, παρότι το βασικό συγκείμενο για την «ανάγνωση» της εικονογράφησης είναι το κείμενο, δεν αμφισβητείται η συμβολή των εικόνων ως προς τη μετατροπή της αναγνωστικής διαδικασίας σε πολυτροπική, ολιστικού χαρακτήρα εμπειρία για τα παιδιά και στη διαπαιδαγώγησή τους (Freedberg, 1989 ; Peeck,1993).

Τέτοιο φάνηκε πως είναι το βιβλίο του Χ. Μπουλώτη, που πραγματεύτηκε το 1922 ως τόπο μνήμης· για την ακρίβεια, πραγματεύτηκε την επικοινωνιακή, μη θεσμική μνήμη του τραύματος και τη νοσταλγία των εκπατρισθέντων για τον γενέθλιο τόπο τους, συναίσθημα που προσπάθησε να προβάλλει όχι μόνο ως ατομικό, αλλά και ως συλλογικό και κοινωνικό (Atia & Davies, 2010, p. 184; Becker, 2018; Sedikides et al, 2008, p.306). Αντιληφθήκαμε την προσπάθειά του να περάσει στις συνειδήσεις των αναγνωστών του τη νοσταλγία ως κληρονομημένη μνήμη και διαπραγμάτευση μεταξύ των συνεχειών της σύγχρονης ιστοριογραφίας αναφορικά με τη συγκρότηση της προσωπικής ταυτότητας και της ιδιότητας του πολίτη (Delisle 2012, p.138 ; Wildschut et al, 2014, p. 844) και την απήχηση της Μικρασιατικής Καταστροφής όσον αφορά στη  διαμόρφωση, τον μετασχηματισμό και την ισχυροποίηση της νεοελληνικής εθνικής και συλλογικής συνείδησης και ταυτότητας. Η αφήγηση στο έργο λειτουργεί ως πολιτισμικό και διαμεσολαβητικό για τη συλλογική μνήμη εργαλείο, ενώ η εικονογράφηση που τη συνοδεύει και συμπληρώνει τα νοήματά της, συνδυάζει ρομαντικά στοιχεία, διερευνώντας τον ανθρώπινο ψυχισμό, λ.χ. μέσα από φωτοσκιάσεις και αδρές γραμμές γεμάτες φαντασία και λυρισμό, με την ανόθευτη παρατήρηση και αποτύπωση τοπίου, π.χ. του μουσείου και των πολιτιστικών μνημείων, όπως υπαγορεύεται από το ρεύμα του ρεαλισμού.

Ο συγγραφέας και η εικονογράφος προσπαθούν να εξοικειώσουν τα  παιδιά με τα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς, μέσα από εικόνες που τα παρουσιάζουν αιθέρια, προσιτά και ευαίσθητα και φράσεις που δείχνουν πως έχουν ανάγκη για χάδι, όπως το μικρό άγαλμα που κρύωνε και  «οι περήφανοι θεοί» και οι «κοπελιές σαν τα κρύα τα νερά» που «περπατούσαν ζευγαρωτά με νεαρούς πανέμορφους» τα βράδια μέσα στις αίθουσες του Μουσείου και «δεν αποτραβιόταν στα διστακτικά, δήθεν τυχαία αγγίγματα» των επισκεπτών (Μπουλώτης, ό.π., σ. 19 ).

 Όσο για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, όπου «μέσα του κατοικούνε παλιοί άνθρωποι κι αρχαίοι θεοί» (Μπουλώτης, 1997, σ. 6), θα προσθέταμε πως παρουσιάζεται στο παιδί ως χώρος πολυσήμαντης διαπαιδαγώγησης, συγκρότησης την εθνικής ταυτότητας και κοινωνικοποίησης (Avgouli, 1994). Το ότι  το επισκέπτονται «Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Γιαπωνέζοι κι Αμερικάνοι» (ό.π., σσ. 8-9), θεωρούμε πως αναφέρεται δεδομένου πως σήμερα «όλος ο κόσμος έχει γίνει μια σκηνή» (Jenkins, 2008, p. 32). Καθώς, μάλιστα, τα έργα πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελούν μάρτυρες της Ιστορίας, της προέλευσης και της εξέλιξης ενός έθνους και στο βιβλίο ο επαναπατρισμός αποτελεί βασικό ζήτημα, θεωρούμε πως πιθανότατα το παιδί παρωθείται και να κάνει συνειρμούς για τα γλυπτά που απομακρύνθηκαν από την Ελλάδα, όπως αυτά του Παρθενώνα που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο.

Βιβλιογραφία

Αμπατζοπούλου, Φ. (1998). Ο Άλλος εν διωγμώ. Η εικόνα του Εβραίου στη Λογοτεχνία. Ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας. Αθήνα.

Αναγνωστόπουλος, Β.Δ. (2008). Σκέψεις για τη λογοτεχνία με αφορμή τα μυθιστορήματα της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου «Καναρίνι και μέντα» και «Ο κόκκινος θυμός». Στο Β.Δ. Αναγνωστόπουλος (Eπιμ.), Το υφαντό της Πηνελόπης. Διαχρονικές αναγνώσεις για την προσωπικότητα και το έργο της Λότης Πέτροβιτς- Ανδρουτσοπούλου. Βόλος, 65-71.

Αnderson, D., Piscitell, B., Weier, K., Everett, M. & Tayler, C. (2002). Children’s museum experiences: identifying powerful mediators of learning. Curator, 45 (3),  213-231.

Ανδριώτης, Ν. (2003). Η πρώτη προσφυγιά. Ελληνικές προσφυγικές μετακινήσεις, 1906-1922. Στο Β. Παναγιωτόπουλος (Επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, Τόμ. 6. Αθήνα, 93-104.

Atia, N. & Davies, J. (2010). Nostalgia and the shapes of history. Editorial. Memory  Studies, 3(3), 181-186. doi: https://doi.org/10.1177/1750698010364806

Αποστολίδου, Ε. (2013). Από την «ενσυναίσθηση» στην «πολυπρισματικότητα»: αλλαγές στις διδακτικές προτεραιότητες της ιστορίας στο σχολείο, αλλαγές στις πολιτικές προτεραιότητες. Επιστημονική Επετηρίδα, 25, 4-31. Διαθέσιμο στο https://ptde.uoi.gr/ptde_files%5Cepetirida%5CVol25_2013.pdf

Avgouli, M. (1994).  The first Greek museums and national identity. In F. Kaplan. (Ed), Museums and the making of ‘ourselves’. The role of objects in national identity. London and New York, 246-265.

Βαγιανός, Γ.Σ (1996). Η διδασκαλία της Ιστορίας μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα. Συμβολή στη διδακτική του μαθήματος. Αθήνα.

Βασιλαράκης, Ι. Ν. (1992). Επιλεγόμενα σε (Παρα)μυθικές μεταπλάσεις του Ξεριζωμού. Η Λέξη, 112, 815-826.

Beaton, R. (1996). Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (Μετ. Ε. Ζούργου & Μ.Σπανάκη). Αθήνα.

Becker, T. (2018). The Meanings of Nostalgia: Genealogy and Critique. History and  Theory, 57(2), 234-250.

Βεργέτη, Μ. (2003). Παλιννόστηση και κοινωνικός αποκλεισμός (2η έκδ.). Θεσσαλονίκη.

Boym, S. (2001). The Future of Nostalgia. New York.

Compagnon, A. (2003). Ο δαίμων της θεωρίας: λογοτεχνία και κοινή λογική (Μετ. Α.Λαμπρόπουλος). Αθήνα.

Das, K. (2014). Decoding the text and the ‘power’ of the reader, International Refereed Research Journal, 2, 86-92.

Da Silva, F.& Faught, J. (1982). Nostalgia: A Sphere and Process of Contemporary Ideology. Qualitative Sociology, 5 (1), 47–61.

Delisle, J. B. (2012). ‘Genealogical nostalgia’: Second-generation memory and return  in Caterina Edwards’ Finding Rosa. Memory Studies, 5(2), 131-144.

Dutu, A. (1992). La fiction littéraire et l’imaginaire: une histoire à géométrie variable. In J. Leersen & K. Syndram (Εds.), Europa provincial mundi. Essays in comparative literature and European studies offered to Hugo Dyserinck on the occasion of his sixty-fifth birthday. Amsterdam – Atlanda, GA, pp. 143-149.

Eagleton, T. (1989). Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας. (Mετ. Δ. Τζιόβας). Αθήνα: Οδυσσέας.

Εξερτζόγλου, Χ. (2015). Προσφυγική μνήμη και δημόσια κοινωνικότητα στο μεσοπόλεμο. Στο Ε. Αβδελά, Χ. Εξερτζόγλου & Χ.Λυριτζής (Επιμ.), Μορφές δημόσιας κοινωνικότητας στην Ελλάδα του 20ου αιώνα. Ρέθυμνο, 217-236.

Eliade, Μ. (1994). Εικόνες και σύμβολα  (Μετ. Ά. Νίκας). Αθήνα.

Frascina, F. (1993b). Realism and Ideology: An Introduction to Semiotics and Cubism.

Ιn C. Harrison, F. Frascina & G. Perry (eds). Primitivism, Cubism and Abstraction: The Early Twentieth Century. New Haven & London: Yale University Press, pp. 87-99.

Freedberg, D. (1989). The Power of Images: Studies in the History and Theory of Response. Chicago.

Gombrich, E. (1998). Το Χρονικό της Τέχνης (Μετ. Λ. Κάσδαγλη). Αθήνα.

Healy, E. (2009). The garden as original home: Nostalgia in Paradise lost. Agora, 18, 1-6.

Hornsey, J. (2008). Social identity theory and self-categorization theory: A historical review. Social and Personality Psychology Compass, 2 (1), 204-222, https://doi.org/10.1111/j.1751-9004.2007.00066.x

Horvath, G. (2018). Faces of Nostalgia: Restorative and Reflective Nostalgia in the Fine Arts. CEJSH, 9, 145-156.

Jauss, H. R. (1982). Toward an Aesthetic of Reception. Vol. 2. Sussex.

Jenkins, R. (2008). Social identity (3rd ed). London & New York.

Ιser, W. (1978). The act of reading: A theory of aesthetic response. Baltimore.

Καλλέργης, Η. (1995). Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία. Αθήνα

Καλτσάς, Ν. (2001). Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα γλυπτά. Κατάλογος. Αθήνα.

Kiefer, B. Z. (1995). The potential of picturebooks: From visual literacy to aesthetic understanding. Englewood Cliffs, N.J.

Κούγιαλη, Γ. (2004). Το βίωμα και η μαρτυρία στο σύγχρονο μυθιστόρημα. Στο Τ. Τσιλιμένη (Επιμ.), Το σύγχρονο παιδικό – νεανικό μυθιστόρημα. Αθήνα, 111-119.

Κουργιαντάκης, Χ. (2006). Διδασκαλία της Ιστορίας και ιστορική ενσυναίσθηση-λογική κατανόηση. Στο Γ. Κόκκινος, Γ. & Ε. Νάκου (Επιμ.), Προσεγγίζοντας την ιστορική εκπαίδευση στις αρχές του 21ου αιώνα. Αθήνα, 449-469.

Kress, G. (1993). Against Arbitariness: The Social Production of the Sign as a Foundational Issue in Critical Discource Analysis. Discourse and Society, 4 (2), 169-191.

Kress, G. (2003). Literacy in the new media age. London.

Kress, G. & van Leeuwen T. (2001). Multimodal Discourse: The Modes and Media of Contemporary Communication. Oxford.

Kress, G. & van Leeuwen, T. (2002). Colour as a semiotic mode: notes for a grammar of colour. Visual Communication, 1(3), 143-368.

Kress, G. & van Leeuwen T. (2010). Η ανάγνωση των εικόνων: Η γραμματική του οπτικού σχεδιασμού (Μετ. Γ. Κουρμεντάλα). Θεσσαλονίκη.

Κοζάκου – Τσιάρα Ο. (1999). Εισαγωγή στην εικαστική γλώσσα. Θεσσαλονίκη.

Leerssen, J. (2016). Imagology: On using ethnicity to make sense of the world. Iberic@l, Revue d’études ibériques et ibéro-américaines, 10, 13-31. Retrieved on 10-4-2022 from https://iberical.sorbonne-universite.fr/wp-content/uploads/2017/02/Pages-from-Iberic@l-no10-automne-2016-Final-2.pdf

Λιάκος, Α. (2007). Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; Αθήνα.

Lukens, R. J. (1995). A critical handbook of children’s literature. New York.

Marcus, A.S., Stoddard, J. &Woodward, W. (2012). Teaching history with museums and  historic: Strategies for K-12 Social Studies. New York.

McCallum, R. (2008). Would I lie to you? Metalepsis and modal disruption in some true fairy tales. In L. R. Sipe & S. Pantaleo (Eds.), Postmodern picturebooks: Play, parody, and self-referentiality. New York, 180-192.

Μητσάκης, Κ. (1985). Η Ελληνική λογοτεχνία στον εικοστό αιώνα. Συνοπτικό διάγραμμα. Αθήνα.

Morris, J. (2002, November). Home Thoughts From Abroad. Atlantic Monthly, Retrieved on 22-10-2017 from https://www.theatlantic.com/magazine/archive/2002/11/home-thoughts-from-abroad/376703/

Μοσχονά-Καλαμάρα, Α. (1990). Θεωρία και διδακτική της Τέχνης: Μορφολογία. Αθήνα.

Μπουλώτης, Χ. (1999). Το άγαλμα που κρύωνε. Μια αληθινή ιστορία που έγινε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Αθήνα.

Μυλωνάκου-Κεκέ, Η. (2005). Ταξιδεύοντας μέσα στην εικόνα. Στο Ο. Κωνσταντινίδου-Σέμογλου (Επιμ.), Εικόνα και Παιδί, Θεσσαλονίκη, 557-568.

Νάκου, Ε. (2008). Προσεγγίζοντας το παρελθόν στο παρόν µε διαφορετικά πολιτισµικά εργαλεία. Στο Ν. Νικονάνου& Κ. Κασβίκης, (Επιµ.) Εκπαιδευτικά ταξίδια στο χρόνο. Αθήνα, 97-121.

Nalbatian, S. (2003). Memory In Literature: From Rousseau To Neuroscience. Basinstoke. Available on https://link.springer.com/content/pdf/10.1057/9780230287129.pdf

 Naughton, K.& Vlasic, B. (1998). The Nostalgia Boom: Why the Old is New Again. BusinessWeek, 23(3), 58–64.

Nesdale, D. & Duffy, A. (2011). Social identity, peer group rejection and young  children’s reactive displaced and proactive aggression. British Journal of Developmental Psychology, 29 (4), 823-41. doi: 10.1111/j.2044-835X.2010.02012.x.

Nikolajeva, M. (2003). Verbal and Visual Literacy: The role of Picturebooks in the Peading Expirience of Young Children. In N. Hall, J. Larson & J. Marsh (Εds.). Handbook of Early Childhood Literacy. London, 236 -237.

Nikolajeva, M. & Scott, C. (2001). How Picturebooks Work. New York: Garland.

Nodelman P. (2009). Λέξεις για εικόνες. Η αφηγηματική τέχνη του παιδικού εικονογραφημένου βιβλίου (Μετ. Π. Πανάου – Επιμ. Τ. Τσιλιμένη). Αθήνα.

Offenstadt, N. (2007).  Οι λέξεις του ιστορικού. Έννοιες-κλειδιά στη μελέτη της Ιστορίας (Μετ. Κ. Γκότσινας). Αθήνα.

Οικονόμου-Αγοραστού, Ι. (1992). Εισαγωγή στη Συγκριτική Στερεοτυπολογία των εθνικών χαρακτηριστικών στην λογοτεχνία. Θεσσαλονίκη.

Peeck, J. (1993). Increasing Picture Effects in Learning from Illustrated Text. Learning and Instruction, 3 (3), 227-238.

Παπαδοπούλου-Μανταδάκη, Σ. (2019). Η Γλώσσα του πόνου και οι μεταφορές της  από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Αθήνα.

Putz, P., Engel, U., Borngasser, B., Karn, G. P., Kluckert, E., Plassmeyer,P., Rupeks – Wolter, H., Geese, U., Rauch, A., Resemann, A.(2008). Νεοκλασικισμός και ρομαντισμός. Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική, σχέδιο:1750-1848 (Μετ. Μ. Σιτμάκη) Αθήνα: Ελευθερουδάκης.

Radhakrishnan, R. (1996). Diasporic Mediations: Between Home and Location . Minneapolis.

Reicher, S., Spears, R. & Haslam, A. (2010). The social identity approach in social psychology. In M. Wetherell & C. Talpade –Mohanty (Eds.), The Sage handbook of identities.  London, 45-62.

Ritivoi, A.D. (2002). Yesterday’s Self: Nostalgia and the Immigrant Identity. Oxford.

Ροδάς, Λ.Μ. (2019). Η Ελλάδα στην Μικρά Ασία (1918-1922). Η Μικρασιατική Καταστροφή. Αθήνα.

Ryan, M. & Anstey, M. (2003). Identity and text: Developing self-conscious readers. Australian Journal of Language and Literature, 26, 9-22.

Said, E. W. (2000). Reflections on exile and other Essays. Cambridge.

Sedikides, C., Wildschut, T., Arndt, J., & Routledge, C. (2008). Nostalgia: Past, present, and future. Current Directions in Psychological Science, 17(5), 304-307.

Seremetakis, C. N. (1996). The Sences Still: Perception and Memory as Material  Culture in Modernity. Chicago.

Σηφάκη, Ε. (2019). Ερωτήματα για την παιδική προσφυγική λογοτεχνία. ΚΕΙΜΕΝΑ για την έρευνα, τη θεωρία, την κριτική και τη διδακτική της Παιδικής Λογοτεχνίας. Ανακτημένο στις 12-4-2022 από τον δικτυακό τόπο https://journals.lib.uth.gr/index.php/keimena/article/view/678

Sipe, L. R. (2000). Those 2 gingerbread boys could be brothers: how children use intertextual connections during storybooks readalouds. Children’s Literature in Education, 31 (2), 73-88.

Sharp, H. & Parkes, V. (2017). Representations of National Identity in Fictionalized History: Children’s Picture Books and World War I. New Review of Children’s Literature and Librarianship, 23 (2), 126-147. doi: 10.1080/13614541.2017.1367576

Stephens, J. (1992). Language and Ideology in Children’s Fiction. London & New York.

Schwarcz, J. & Schwarcz, C. (1991). The picture book comes of age: Looking at childhood through the art of illustration. Chicago.

Tamis, A.  (2005). The Greeks in Australia. Cambridge.

Tannock, S. (1995). Nostalgia critique. Cultural Studies, 9(3), 453-464. https://doi.org/10.1080/09502389500490511

Φλέμινγκ, Τζ. & Χόνορ, Χ. (1991). Ιστορία της Τέχνης (Μετ. Α. Παππάς) Αθήνα.

Wildschut, T., Bruder, M., Robertson, S., van Tilburg, W. & Sedikides, C. (2014). Collective Nostalgia: A Group Level Emotion That Confers Unique Benefits on the Group. Journal of Personality and Social Psychology, 107(5), 844-863. https://doi.org/10.1037/a0037760

Χατζησαββίδης, Σ. & Γαζάνη, Ε. (2005). Πολυτροπικός και μονοτροπικός/εικονιστικός λόγος: από την πρόσληψη στην κατασκευή του παιδικού υποκειμένου. Στο Ο. Κωνσταντινίδου-Σέμογλου (επιμ.). Εικόνα και Παιδί. Θεσσαλονίκη, 27-35. Youngs, S. (2012). Understanding History through the Visual Images in Historical Fiction. Language Arts, 89(6), 379–395. http://www.jstor.org/stable/41804361