Παραβιάζοντας «στην εντέλεια»· από τους Καϋμούς στο Γριπονήσι στο Σόλο του Φίγκαρω του Γιάννη Σκαρίμπα

Ελένη Κόλλια
Διδάκτωρ Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών
Eleni Kollia | University of Patras – Academia.edu
elenikollia[at]hotmail.com

Παραπομπή:
Κόλλια, Ελ. (2023). Παραβιάζοντας «στην εντέλεια»· από τους Καϋμούς στο Γριπονήσι στο Σόλο του Φίγκαρω του Γιάννη Σκαρίμπα. Ροδόπη 3. [url]

Περίληψη

Η καταστρατήγηση των γραμματικών κανόνων στο έργο του Σκαρίμπα εντοπίζεται σε παραβιάσεις ως προς τα πάθη των φθόγγων, σε ιδιαίτερους τύπους μετοχών και καταλήξεων ουσιαστικών ή επιθέτων, στη δημιουργία ενός ιδιόμορφου τύπου που δηλώνει το χρόνο του ρήματος, στον παρατονισμό λέξεων προκειμένου να υπηρετήσει το ρυθμό της πρόζας του, σε τύπους που προκύπτουν ίσως από την επιθυμία του να καταγράψει τη φωνή. Στη μελέτη αυτή -χωρίς βέβαια να εξαντλείται εδώ το ζήτημα των γλωσσικών παραβιάσεων στο έργο του Σκαρίμπα- εξετάζονται οι παραβιάσεις ως προς τα πάθη των φωνηέντων, όπως αυτές σημειώνονται στα έργα Καϋμοί στο Γριπονήσι, Το Θείο Τραγί, Μαριάμπας και Το Σόλο του Φίγκαρω.

Λέξεις- Κλειδιά: Γιάννης Σκαρίμπας, γλωσσικές παραβιάσεις

«Στην εντέλεια, μια γλώσσα ποτέ δεν μαθαίνεται. Μη δε όντας τη και πολύ αντικείμενο, ζει μαζί μας για να παγαίνουμ’ αντάμα. Κι έχει την ηλικία του έθνους της».[1] Πρόκειται για σχόλια του Γιάννη Σκαρίμπα στο κείμενό του με τίτλο «Περί τέχνη – υπό κλίμακα», σε μια προσπάθειά του να ερμηνεύσει τις γλωσσικές επιλογές του και ίσως να υπογραμμίσει ότι σημασία δεν έχει μόνο ό,τι λέγεται αλλά και ο τρόπος, η διατύπωση. Στη συνέχεια του κειμένου, ο συγγραφέας σχολιάζοντας τον ρυθμό της πρόζας του σημειώνει: «Η ίδια τούτη ανάγκη με ζόρισε να ¨παρανομήσω¨ και σ’ άλλα. Και εξαρτήθηκε πότε θα γράψω μιλώ και πότε θα γράψω μιλάω. Πότε η γενική ναν’ του άνθρωπου και πότε του ανθρώπου. Πηδούσε, πήδαε ή επήδαε. Χάθηκε, χάθειε ή εχάθη. Της άρεσε ή τ’ς άρεσε. Εκείνος, κείνος ή κειος. Πουθενά μου δεν φαίνονταν κλπ., κλπ., κλπ».[2] Όπως υποστηρίζει η Κωστίου, «μια μελέτη του γλωσσικού συστήματος του Σκαρίμπα θα αναδείξει την καθαρεύουσα σε βασικό εργαλείο της ειρωνικής του γλώσσας, αλλά και του ρυθμού και της μουσικότητας του λόγου του».[3]

Το ιδιόρρυθμο και προσωπικό ύφος του, όπως άλλωστε και η αναρχική του γλώσσα, ήταν ένα από τα σημεία όπου εξαρχής επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον της σύγχρονής του κριτικής. «Η καταστρατήγηση γραμματικών κανόνων (μετοχές του τύπου ιδόντας, παρατηρόντας, φτάσαντας, ο ιδιόμορφος παρατατικός του λυπάμαν, φίληγα, σύμβηκαν, στοχάζομαν ή τύποι όπως πάσα πρωί, φυσήξαντάς τον) και η εξαρθρωτική διάλυση της γλώσσας με τις συντακτικές ανακολουθίες, τους παραληρηματικούς συνειρμούς, τα λογοπαίγνια και τους αναγραμματισμούς οφείλονται και στο γεγονός ότι ο συγγραφέας ενεργεί περισσότερο με την αίσθηση (φωνητική μνήμη) παρά με τη νόηση υπογραμμίζοντας την αυθαιρεσία»[4] ως προς τη σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου, φαντασίας και πραγματικότητας, όπως παρατηρεί ο Τζιόβας. Η ένωση, μέσα στο λεξιλόγιό του, τύπων της δημοτικής, της καθαρεύουσας, και της αργκό, λέξεων του τοπικού ιδιώματος, όρων της ναυτικής ζωής αλλά και τύπων πλασμένων από τον ίδιο δημιουργούν το προσωπικό του ύφος, το οποίο συντροφεύει το έργο του ως το τέλος της συγγραφικής του δραστηριότητας πλάι στο ρυθμό της πρόζας του.

Όπως επισημαίνει η Κατερίνα Κωστίου, «η αμηχανία ή και η αμφιθυμία της κριτικής απέναντι στη γλώσσα του Σκαρίμπα είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό που επανέρχεται σε διάφορες εποχές. Αξίζει να σημειωθεί η εξαιρετική για την ευθυβολία της κριτική του Mario Vitti, ο οποίος […] έχει γράψει μια από τις ευστοχότερες αποτιμήσεις της νουβέλας Θείο τραγί (1933). Όπως παρατηρεί, “το θείο τραγί θα μπορούσε να μην έχει μια πλοκή, επειδή, περισσότερο από τα πρόσωπα κι από τη δράση, εκείνο που αποδεικνύεται πραγματικά δραστήριο είναι ο λόγος. Και όλο το άλλο υλικό που διοχετεύεται παράπλευρα στην πλοκή και την ενισχύει, ο αντικομφορμισμός, η αντικοινωνικότητα του πρωταγωνιστή-εγώ, η αντισυμβατικότητα των αισθημάτων, η αντιηρωική διάθεση, όλες, τέλος, οι αξίες που ο Σκαρίμπας βάζει με την αρνητική τους εκδοχή, δεν είναι τελικά παρά μια πρόφαση για να αναδειχτεί δεσποτική πρωταγωνίστρια η γλώσσα”. Η παραπάνω επισήμανση, μαζί με την ανάδειξη από τον Παν. Μουλλά της ειρωνικής γλώσσας στο μυθιστόρημα Το Βατερλώ δυο γελοίων (1959), είναι από τις καίριες στιγμές της κριτικής για την πεζογραφία του Σκαρίμπα, αν εξαιρέσει κανείς τις εύστοχες κρίσεις κάποιων φωτισμένων συγκαιρινών του, όπως ο Πέτρος Σπανδωνίδης και ο Τέλλος Άγρας, στις βιβλιοκρισίες τους».[5]

Η καταστρατήγηση των γραμματικών κανόνων[6] στο έργο του Σκαρίμπα εντοπίζεται σε παραβιάσεις ως προς τα πάθη των φθόγγων, σε ιδιαίτερους τύπους μετοχών[7] και καταλήξεων ουσιαστικών ή επιθέτων, στη δημιουργία ενός ιδιόμορφου τύπου που δηλώνει το χρόνο του ρήματος, στον παρατονισμό λέξεων προκειμένου να υπηρετήσει το ρυθμό της πρόζας του, σε τύπους που προκύπτουν ίσως από την επιθυμία του να καταγράψει τη φωνή, υπογραμμίζοντας με τον τρόπο αυτό την «παραβίαση του θεσμικού λόγου».[8] Σε κάθε περίπτωση στόχος μοιάζει να είναι η δημιουργία μιας ανατρεπτικής γλώσσας που άλλοτε χρησιμοποιείται ως όργανο επικοινωνίας και άλλοτε μοιάζει να υπογραμμίζει τη ματαίωση της επικοινωνίας αυτής. Είναι όμως συνειδητή αυτή η επιλογή; «Η γλώσσα του κάθε ατόμου, η προσωπική έκφραση, προφορική και γραπτή, η ιδιόλεκτός του –μ’ έναν τεχνικό όρο που χρησιμοποιείται στην γλωσσολογία, για να την χαρακτηρίσει- είναι η προσωπική ελευθερία του ατόμου, όσο αποδεσμεύει γλωσσικά και καταλύει ή περιορίζει τους φραγμούς στην έκφραση των σκέψεων, των ιδεών, των συναισθημάτων, του εσωτερικού κόσμου, της ίδιας της υπάρξεως του ανθρώπου στην αντικειμενική εκδήλωσή της. Η γλώσσα που ενώνει τα άτομα μεταξύ τους είναι συγχρόνως κι εκείνη που τα χωρίζει και τα διαφοροποιεί».[9]

Η συστηματική μελέτη της γλώσσας του Σκαρίμπα συνιστά ένα ζητούμενο της νεοελληνικής φιλολογίας «ιδίως στην εποχή μας, αφού ο συγγραφέας έχει βρει πια τη θέση που του αναλογούσε στον κανόνα της νεοελληνικής πεζογραφίας».[10] Στη μελέτη αυτή εξετάζονται οι παραβιάσεις ως προς τα πάθη των φθόγγων, όπως αυτές σημειώνονται στα έργα Καϋμοί στο Γριπονήσι, Το Θείο Τραγί, Μαριάμπας και Το Σόλο του Φίγκαρω. Το θέμα βέβαια δεν εξαντλείται εδώ∙ απαιτείται μια συστηματική μελέτη γύρω από την καταστρατήγηση των γραμματικών κανόνων, στο σύνολο του έργου του συγγραφέα, ποιητικού και πεζού, προκειμένου να ολοκληρωθεί η γνώση μας γύρω από την προσωπική του γλώσσα.   

Τα φαινόμενα της έκθλιψης, της αποκοπής, της αφαίρεσης (στη συμπροφορά) και της κράσης παρουσιάζονται συχνά στο έργο του Σκαρίμπα, από τα πρώτα κιόλας διηγήματα της συλλογής Καϋμοί στο Γριπονήσι με ποικίλους τρόπους. Καταχρηστική χρήση των φαινομένων αυτών σημειώνεται σε ρήματα, ουσιαστικά, άρθρα, επίθετα, αντωνυμίες, επιρρήματα, προθέσεις ως προς τις γειτονικές τους λέξεις, προκειμένου να υπηρετήσει ο συγγραφέας κάθε φορά το στόχο του. Κάποιες εκδοχές των φαινομένων αυτών συνιστούν τύπους τοπικού ιδιώματος που εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο κειμενικό περιβάλλον και συμπληρώνουν ή ενισχύουν την ταυτότητα του ήρωα και την πλοκή. Χαρακτηριστικό είναι το διήγημα «Ο Καπετάν Γκρής» της συλλογής Καϋμοί στο Γριπονήσι από όπου προέρχονται τα αποσπάσματα που ακολουθούν.

 Α! Χα! τι γιέμορφη π’θα νάταν Θιέ μου!

[…]

Έτσι νια μέρα της είχε ντροχιαστεί νια γίδα γκιώσα πα στ’ αλώνι και πλάνταξε το θρασίμ’ από το βέλασμα. Αντάμα να την ξεντροχιάσουν πήγαν. Έσγουψε αυτή να της ξεχουματίσει το παλούκι της και φάνηκαν τα μεσοφόρια της ’πο μέσα. Αυτό τ’ αγρίμ’ η γκιώσα έφερνε γύρα-γύρα και τους μπερδίκλωσε με την τριχιά της.[11]

Πρόκειται για γλωσσικούς τύπους που παραπέμπουν στην καταγραφή κάποιας γλωσσικής ποικιλίας, η οποία απαντά σε διάφορες ελληνόφωνες περιοχές. Κάποτε χάνεται ο φθόγγος «ου» της κτητικής αντωνυμίας «του», όταν αυτή βρίσκεται στο τέλος της περιόδου και η συνθήκη αυτή σημειώνεται με απόστροφο: «Κουμπούρια και γεντέκια μπελαλίδικα, θάσερνε διασταυρωμένα στο σελάχι τ’», «στη σειρά τα παλληκάρια τ’ …».[12] Τα φαινόμενα αυτά μοιάζουν να υπηρετούν την επιθυμία του συγγραφέα να διαμορφώσει έναν λόγο προφορικό που αφήνει ρωγμές προς την αυθεντική ποίηση. Άλλωστε, όπως έχει ήδη επισημανθεί από την κριτική, στη συλλογή αυτή γίνεται φανερή η επίδραση του δημοτικού τραγουδιού, «αφού στα επτά από τα έντεκα διηγήματα στεγάζονται είκοσι αποσπάσματα δημοτικών και λαϊκών τραγουδιών».[13]

Στο έργο Το Θείο Τραγί το φαινόμενο της έκθλιψης ή της αποκοπής σημειώνεται ταυτόχρονα με το φαινόμενο της αφαίρεσης· λέξεις δηλαδή που προέρχονται από αφαίρεση σχηματίζονται σε μια λέξη (σαν να έγινε κράση) και παθαίνουν έκθλιψη ή αποκοπή μπροστά από όμοια ή διαφορετικά φωνήεντα στην πρώτη περίπτωση και μπροστά από σύμφωνα στη δεύτερη: «Έλεγα κάπου νάμεν’ απόψε και το πρωί να τραβήξω‧», «με τα μάτια νοσταλγικά και ρεμβώδικα, θα στοχάζονταν αυτή το περίπαθο σώμα της και το δρόμο πούκαμ’ απάνω του του αντρός της η πορεία‧».[14] Πρόκειται για τύπους που μοιάζουν να καταγράφουν τη φωνή και γεννούν αμφιβολία ως προς το πρόσωπο που δηλώνεται κάθε φορά.

Η προφορικότητα του λόγου αποτυπώνεται και στο έργο αυτό, καθώς ο Σκαρίμπας χρησιμοποιεί τα παραπάνω φαινόμενα προκειμένου να καταγράψει την ανατρεπτική φωνή του πρωταγωνιστή, μιας φύσης αναρχικής που δεν υπακούει σε κανόνες.

Είν’ η συνθήκη τους τίμια με σήμα κατατεθέν της το ψέμα. Τι μπρίο! Τι μπρίο! Πώς διάολο συσχετίζουν τα άσχετα; Πώς μπρε μάτια μ’ συμβιβάζουν τα άκρα;

[…]

Καλά, λέω του γραφιά πέστου θάρθω∙ «πέστου θάρθω» δεν ήταν απάντηση π’ άρμοζε και το γραμματικούδι με κοίταξε: ε συ απ’ το καράβι, του κάνω, δεν κατάλαβες: πέστου θάρθω.

[…]

Πήγαινε να με ληστέψει ο άνθρωπος∙ «ακριβώς»: δηλαδή το σακάκι μου και το σάλιο απ’ τη γλώσσα μ’ ακόμα∙ αν δεν τόβαζε, θάλεγα: Α! η Κυρία του τάπε. Α! η Κυρία δε με γνώρισε∙ και θάπεφτα μια χαρά μεσ’ στη λούμπα∙ ενώ εγώ είπα: Α! η Κυρία δεν τάπε. Α! η Κυρία με γνώρισε∙

[…]

Τόπα ναι· τόπα για να τ’ ακούσει κι ο άλλος (ο διάολος) και να λάβει τα μέτρα του·[15]

Όπως γίνεται αντιληπτό, η προφορικότητα ενισχύεται με τις επαναλήψεις συγκεκριμένων φράσεων‧ μάλιστα, η φράση «πέστου θάρθω», αν και δεν είναι η κατάλληλη απάντηση, επαναλαμβάνεται τρεις φορές από τον πρωταγωνιστή Γιάννη. Επιπλέον, η λέξη «τόπα», η οποία σχηματίζεται από τη φράση «το είπα» έπειτα από αφαίρεση, δημιουργεί αρχικά μια αμφιβολία στον αναγνώστη ως προς τη σημασία της.[16] Το παιχνίδι του Σκαρίμπα με τις λέξεις, η ελευθερία που αποπνέει η γραφή του μοιάζει να ακολουθεί τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του πρωταγωνιστή Γιάννη.

Το χαρακτηριστικό αυτό της προφορικότητας του λόγου εμφανίζεται πιο έντονο στα μυθιστορήματα Μαριάμπας και Το Σόλο του Φίγκαρω. Πιο συγκεκριμένα, ο Τέλλος Άγρας εξετάζοντας τον Μαριάμπα κάνει λόγο για το ύφος των διαλόγων ή των επιστολών «που έχει ένα θαυμάσιο ¨χρώμᨻ, για τις γλωσσικές ιδιορρυθμίες, καθώς και τη συχνή εμφάνιση της έκθλιψης και της αφαίρεσης και για την παραβίαση της ορθογραφίας.[17] Ο τρόπος με τον οποίο ο Σκαρίμπας αποτυπώνει τις σκέψεις του πρωταγωνιστή Ιωάννη Πιττακού ακολουθεί το «αλλόκοτο» στοιχείο που μοιάζει να προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας ζει και πεθαίνει, όπως παρατηρεί ο Π. Σπανδωνίδης.[18] Τα φαινόμενα της έκθλιψης, της αποκοπής, της αφαίρεσης και της κράσης σημειώνονται ιδιαίτερα συχνά χωρίς να χρειάζεται, ώστε δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση ότι περισσότερο ακούει τις λέξεις και λιγότερο τις διαβάζει. Πρόκειται για ήχους «που σαν “περιστατικά” επηρεάζουνε την πραγματικότητα», για «λέξεις που κάνουνε (δίχως να νοιώθεις αν με την έννοια ή με τον ήχο) ό,τι και μια πέτρα που θα πετύχαινε τον ήρωα στο κεφάλι».[19] Μάλιστα ετούτη η συχνή εμφάνιση των φαινομένων που εξετάζονται εδώ οδηγεί πολλές φορές στην αδυναμία του αναγνώστη να κατανοήσει πλήρως το νόημα λέξεων ή ολόκληρων φράσεων: «Κοντά ’ν και το κλάμα», «Ω γελοίοι μεγκαλο-άσκημοι (ήθελ’ ά πει: μεγαλόσχημοι)… φώναξε, γιατρείς κουτεντέδοι…», «ντεν καταλαβαίνω ντιόλας. Γατί (γ ι α τ ί  ήθελ’ ά λεγε) γατί έχετε το άντρωπο τούτο στα σίντρος;».[20] Ο «φωνούμενος λόγος» που σημειώνεται εδώ υποδηλώνει έναν μη φυσικό ομιλητή της γλώσσας[21] και ταυτόχρονα οι επιφωνηματικές φράσεις και η χρήση των αποσιωπητικών αποτελούν στοιχεία που ενδυναμώνουν την προφορικότητα. Επιπλέον, στην περίπτωση της λέξης «είναι» ένα μονάχα σύμφωνο–ήχος αντικαθιστά μια ολόκληρη λέξη («’ν»), όπως και στην περίπτωση του συνδέσμου «να» όπου χάνεται το «ν» και δημιουργείται ασάφεια στις φράσεις «ήθελ’ ά πει» και «ήθελ’ ά λεγε» ως προς το πρόσωπο που δηλώνεται («ήθελα» ή «ήθελε»).

Η λέξη «είναι» με τη μορφή «’ν» σημειώνεται και στο μυθιστόρημα Το Σόλο του Φίγκαρω («οι σοφοί ’ν χωρίς…»), όπου και πάλι το ρήμα παθαίνει αφαίρεση και έπειτα αποκοπή. Η λέξη «’ν» σημειώνεται εδώ στο πλαίσιο ενός ποιήματος,[22] υπογραμμίζοντας έτσι τα ρευστά όρια ανάμεσα στην ποίηση και στην πεζογραφία του Σκαρίμπα. Άλλωστε, ο ρυθμός της πρόζας του, η σύνδεση πολλών πεζών έργων με τη μουσική αλλά και το γεγονός ότι συχνά στην πεζογραφία του στεγάζονται ποιήματά του αποτελούν στοιχεία που έχουν επισημανθεί από την κριτική και δημιουργούν συχνά σύγχυση ως προς τα όρια του ύφους του και την ειδολογική ταυτότητα συγκεκριμένων έργων του. Ο σκαριμπικός ήρωας μοιάζει να «αυτοθωρακίζεται: με το “φάρμακον της ρίμας” θεραπεύει το άλγος της ψυχής και το κάνει τραγούδι», όπως παρατηρεί η Τσιριμώκου.[23] Σχολιάζοντας την ειδολογική ώσμωση των έργων του Σκαρίμπα, η Κωστίου παρατηρεί ότι «οι ίδιες παραβιάσεις της γλώσσας, σε επίπεδο μορφολογικό και φωνολογικό, σφραγίζουν το αντικαθεστωτικό του ύφος στην πεζογραφία, την ποίηση, τα θεατρικά έργα και την αρθρογραφία του».[24] Εκτός από τη μορφή «’ν» της λέξης «είναι» σημειώνονται και φράσεις που αποτυπώνουν και σε αυτό το έργο την προφορικότητα του λόγου και σχηματίζονται μέσω των φαινομένων που εξετάζονται: «εκεί έτρεξ’ εμένα στη μανούλαμ’ ο νους μου», «μη μ’ είδαν, μη μ’ είχαν πουθενά τους αντέσει», «Νίνα… μούχε ’πωμένο ταχύνοντας –θούριο- τα βήματά της στο δρόμο», «εγώ σκέφτομαν ότι είχα νηστικός δυόμισ’ μέρες. Τι τ’ όφελος τολοιπόν που μ’ ελέησαν και μου μοσκομαγέρευε η μάνα;».[25]

Κάποτε η προσπάθεια του συγγραφέα να καταγράψει έναν λόγο προφορικό, απελευθερωμένο από τις συμβάσεις της γραφής αποτυπώνεται σε λέξεις στις οποίες ο Σκαρίμπας αφαιρεί, προσθέτει ή αλλάζει καταχρηστικά τα αρχικά τους φωνήεντα. Έτσι, σημειώνονται οι λέξεις «λιοβασίλεμα» (αντί «ηλιοβασίλεμα»), «’πεμονή» (αντί «υπομονή»), «’νασασμός» (αντί «ανασασμός»), «’ραποβλογιά» (αντί «αραποβλογιά»), «λαφριά» και «λαφρά» (αντί για «ελαφριά», «ελαφρά»), όπου χάνονται τα αρχικά τους φωνήεντα κατά παράβαση και παραπέμπουν σε τοπικό ιδιόλεκτο. Κατά τον ίδιο τρόπο εμφανίζονται οι λέξεις «αμπροστά» (αντί «μπροστά»), «ανύχι» (αντί «νύχι»), «αναυάγιο» (αντί «ναυάγιο»), «απαλάμη» (αντί «παλάμη), «ιντέρτια» (αντί «ντέρτια») και «αχταπόδια» (αντί «χταπόδια»), στις οποίες το προτακτικό φωνήεν είναι το «α» με εξαίρεση το «ι» της λέξης «ιντέρτια», η οποία προέρχεται από το τούρκικο «dert». Επιπλέον, στις λέξεις «ορμήνεια» (αντί «ερμηνεία»), «αρώτηξη» (αντί «ερώτηση»), «αμπόδια» (αντί «εμπόδια»), «ολπίδα» (αντί «ελπίδα») και «αλάκερη» (αντί «ολάκερη»), ο Σκαρίμπας αλλάζει το αρχικό «ε» σε «ο» και το «ο» σε «α», ενώ σε κάποιες περιπτώσεις το «ε» γίνεται «α» κατά αναλογία προς το γειτονικό φωνήεν που προηγείται («πάσα αρώτηξη»). Πρόκειται για λέξεις που μοιάζουν να αποτυπώνουν γλωσσικές ποικιλίες και ταυτόχρονα περιγράφουν την επαφή των ηρώων με επαρχιακές διαλέκτους, προσδιορίζοντας την κοινωνική τους ταυτότητα.[26]

Επίσης, στη λέξη «ώμορφη»  (αντί «όμορφη»  ή  «έμορφη» ) το αρχικό «ω» μοιάζει σαν αποτέλεσμα της συμπροφοράς του «ο» και του «ε» και κατά αναλογία προς το αρχικό «ω» του επιθέτου «ωραίος», που έχει το ίδιο νόημα. Μάλιστα, σε κάποιο σημείο του έργου τα δυο επίθετα σημειώνονται μαζί. «Κυτάει επίμονα το λοχαγό το Ράμα που όλο είχε κάτι να λέει σε μια νέα. Είν’ ώμορφη αυτή κι είν’ ωραίος κι αυτός. Φαντάζει τόσο “αξιοπρεπής” στην απόσταση, τόσο «κύριος» που ο Μαριάμπας θαμάζει…».[27] Η απουσία του αρχικού «ε» στη λέξη «σώκλειστο» πραγματοποιείται κατά παράβαση και σε αντιστοιχία με άλλες λέξεις σύνθετες που χρησιμοποιεί ο Σκαρίμπας και έχουν ως πρώτο συνθετικό τη λέξη «έξω» και στις οποίες συνήθως απουσιάζει επίσης το αρχικό «ε» λ.χ. η λέξη «ξώθυρο». Το αρχικό «ε» απουσιάζει και από τη λέξη «πιστολογραφία» (αντί  «επιστολογραφία»), ενώ το «υ»  γίνεται «ι»  στη λέξη «ιποδημάτων» (αντί «υποδημάτων»), προκειμένου ίσως να αποτυπώσει απλώς τον ήχο του φωνήεντος, αδιαφορώντας για την ορθογραφία. Τα φαινόμενα αυτά της αφαίρεσης, της πρόταξης και της αλλαγής παρουσιάζονται πιο συχνά στη συλλογή διηγημάτων Καϋμούς στο Γριπονήσι[28] και στα έργα που ακολουθούν εμφανίζονται πιο σπάνια. Η πρακτική αυτή ουσιαστικά ανατρέπει την συνειδητή προσπάθεια της γενιάς του 1930 για «τη μείωση ιδιωματικών είτε απλώς προφορικών τύπων και εκφράσεων» που είχε ως στόχο «την εξομοίωση της γραμματικής, της σύνταξης και του λεκτικού προς την “κοινή”, αθηναϊκή λογοτεχνική γλώσσα».[29]

Στο ίδιο πλαίσιο, τα φαινόμενα της συγκοπής, της αφομοίωσης και της μετάθεσης των φωνηέντων σπάνια οδηγούν στη δημιουργία ιδιαίτερων τύπων. Πιο συγκεκριμένα, στους Καϋμούς στο Γριπονήσι εμφανίζεται η λέξη «ολομερίς» (αντί «ολημερίς»), όπου το «η» αφομοιώνεται με το «ο» της συλλαβής που προηγείται, σε ένα παιχνίδι του συγγραφέα γύρω από τις σημασίες των λέξεων «ολομερής» και «ολημερίς». Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το διήγημα «Στις πετροκολώνες το λιμάνι». «Νά, αυτά κι άλλα ελέανε πίνοντας μαζί του, ολομερίς με το φίλο του τον γκαρδιακό, στη Βολιβιά δώθε απ’ την Κάβια: Το Γιώργη τον περαματζή, παιδί κι αυτό του κουρμπετιού και βλάμη του ’πιστήθιο».[30] Κατά τον ίδιο τρόπο, σημειώνεται η λέξη «σπάρμα» (αντί «σπέρμα»), το «ε» δηλαδή της πρώτης συλλαβής αφομοιώνεται με το «α» της δεύτερης συλλαβής και το ουσιαστικό που δημιουργείται συνδέεται με τη μετοχή «σπαρμένος». Το επίθετο «ακάθαρτος» που προσδιορίζει τη λέξη «σπάρμα» συνδέεται τόσο με τον τίτλο του διηγήματος «Ο Βοϊδάγγελος», όσο και με τον ίδιο τον ήρωα του έργου. Η παρήχηση του «α» και στις δύο περιπτώσεις υπογραμμίζει τη σύνδεση ανάμεσα στις έννοιες «έρωτας» και «θάνατος».[31] Επίσης, στη λέξη «μουλουχτό» (αντί «μουλωχτό» ή «μουλλωχτό») παρατηρείται το φαινόμενο της αφομοίωσης του «ω» με το «ου» της γειτονικής συλλαβής που προηγείται. Πρόκειται για τύπο γλωσσικού ιδιώματος που απαντά κι αυτός στο διήγημα «Ο Βοϊδάγγελος», πλάι σε λέξεις της δημοτικής και σε σκαριμπικούς νεολογισμούς· η λέξη «μουλωχτός» παραπέμπει επίσης σε τύπο της αργκό.[32]

Συχνά, στα διηγήματα της συλλογής παρατηρείται το φαινόμενο τα άρθρα και οι αντωνυμίες να χάνουν τα φωνήεντά τους (ανάμεσα στα σύμφωνα) και να απομένουν οι λέξεις μονάχα με τα σύμφωνα στη γραφή τους: «να τσ’ ούχε γίνει», «παιδί ’ταν αυτός τσ’ αγάπης», «πρώτα τ’ς αγίους της λιβανίζοντας», «Μην τύχει της έρμης και τ’ς αρρώστησεν», «Στν’ Αράχωβα».[33] Όπως γίνεται αντιληπτό χάνεται το «ου» της λέξης «τους», αλλά αφομοιώνεται με το φωνήεν της γειτονικής συλλαβής και έτσι το «ει» της λέξης «είχε» αντικαθίσταται από το σβησμένο «ου» της προηγούμενης λέξης. Πρόκειται για τύπους τοπικού ιδιώματος που εξυπηρετούν την προσπάθεια του Σκαρίμπα να αποδώσει μέσω της γραφής του το τοπικό ιδιόλεκτο των ηρώων του και ταυτόχρονα να διαμορφώσει έναν λόγο προφορικό που δεν ακολουθεί τις συμβάσεις του γραπτού λόγου.

Το παραπάνω φαινόμενο εμφανίζεται και στο Θείο Τραγί όπου σημειώνονται οι φράσεις: «μ’ άρεσαν τα μηδενικά στσ’ εξετάσεις», «με την Κυρία και τσ’ άλλες», «κ’ εγώ θα πάω με τσ’ αγγέλους».[34] Στις δύο πρώτες περιπτώσεις χάνεται το «ι» στις λέξεις «στις» και «τις» αντίστοιχα, οι οποίες έτσι απομένουν χωρίς φωνήεντα, άηχες. Στο ίδιο έργο εμφανίζεται η λέξη «γιαλιά» (αντί «γυαλιά»), όπου το «υ» αφομοιώνεται με το «ι» της συλλαβής που ακολουθεί, για να παραπέμψει ίσως στη λέξη «γιαλός». Παράλληλα, σημειώνεται η λέξη «ξακλουθάει» (αντί «εξακολουθεί»), όπου χάνεται το «ο» ανάμεσα στα σύμφωνα, ενώ έχει προηγηθεί η απουσία του «ε» στο πλαίσιο του φαινομένου της αφαίρεσης. «Δε μπόραε να ξακλουθάει αυτό το πράμα·».[35] Η σίγηση του «ο» εδώ ίσως συνδέεται τόσο με το «ου» της συλλαβής που ακολουθεί, καθώς εμπεριέχεται στη συλλαβή αυτή το «ο» που απουσιάζει ανάμεσα στο «κ» και «λ» της ίδιας λέξης, όσο και με την παρήχηση του «α» που προκύπτει· ουσιαστικά ο συγγραφέας με την παρήχηση αυτή εκδηλώνει την ένταση ολόκληρης της πρότασης στη λέξη «πράμα», την αιτία δηλαδή της αγανάκτησής του.

Στο μυθιστόρημα Μαριάμπας τα φαινόμενα της συγκοπής, της αφομοίωσης και της μετάθεσης εμφανίζονται με την ίδια συχνότητα σε σχέση με τα δυο έργα που εξετάστηκαν παραπάνω. Συγκεκριμένα, σημειώνεται η λέξη «μαναχό» (αντί «μοναχό») όπου το «ο» αφομοιώνεται με το «α» της γειτονικής συλλαβής: «Δεν φτάνει αυτό, παρά κάτι άλλοι διάδιναν πως τον είδανε και στην αμμουδιά μαναχό του».[36] Στις λέξεις «άνθροπος» (αντί «άνθρωπος») και «εκτήμησην» (αντί «εκτίμησιν») οι αλλαγές που γίνονται στη γραφή δεν επηρεάζουν την προφορά τους, και συνεπώς δεν απομακρύνουν τον αναγνώστη από το νόημά τους. Εδώ η γραφή μοιάζει να αποτυπώνει τις ανορθογραφίες της υπηρέτριας Αριάδνης Σμιρλή (πρόκειται για την υπηρέτρια της οικογένειας Κελαδή). Έτσι, ο συγγραφέας αντικαθιστά το «ω» με το «ο» και το «ι» με το «η» αντίστοιχα, κατά αναλογία προς τη γειτονική τους συλλαβή. Τέλος, και στον Μαριάμπα, όπως στους Καϋμούς στο Γριπονήσι και στο Θείο Τραγί, σημειώνονται λέξεις μονοσύλλαβες στις οποίες απουσιάζουν τα φωνήεντα ανάμεσα στα σύμφωνα («ο Εξαδάκτυλος ο γιατρός κάτι τσ’ έλεγε»).[37] Το φαινόμενο της συγκοπής που παρατηρείται εδώ δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη σημασία της λέξης «τσ’» («της», «τους», «έτσι») αλλά και ως προς το πρόσωπο που δηλώνει· το ρήμα «έλεγε» που ακολουθεί έρχεται να τονίσει το στοιχείο της προφορικότητας του λόγου και ενδεχομένως να δικαιολογήσει την ασάφεια που προκύπτει.

Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στο μυθιστόρημα Το Σόλο του Φίγκαρω χωρίς να επηρεάζεται το νόημα. Πιο συγκεκριμένα, σημειώνονται με την ίδια μορφή «τσ’», τα άρθρα «τις», «της» και η αντωνυμία «της», όπου τα φωνήεντα «ι» και «η» αντίστοιχα χάνονται ανάμεσα στα δυο σύμφωνα. Οι λέξεις φωτίζονται μέσα από το κειμενικό περιβάλλον όπου απαντούν. Επίσης, εμφανίζονται οι λέξεις «στάθκαμε»  (αντί «σταθήκαμε») και «ακλούθαγαν» (αντί «ακολούθαγαν»), όπου απουσιάζουν το «η» και το «ο» αντίστοιχα ανάμεσα στα σύμφωνα. Μάλιστα, η συγκοπή που παρατηρείται στην πρώτη περίπτωση συμβαίνει σε ένα από τα οκτώ ποιήματα που στεγάζονται στο μυθιστόρημα με τίτλο «Τα Ρομπότ».[38] Ωστόσο, στο ίδιο ποίημα η ίδια λέξη σημειώνεται και χωρίς την απουσία του φωνήεντος («σταθήκαμε»). Η γραφή του Σκαρίμπα μοιάζει να «φεύγει» πέρα από τα όρια του νου σε ένα ποίημα που αφορά τα ρομπότ, σε ένα μυθιστόρημα όπου «οι αυτοματικοί κινητάνθρωποι» αποτελούν κυρίαρχο μοτίβο και με τον κεντρικό ήρωα να προσπαθεί μάταια να γράψει ένα μυθιστόρημα, για να λυτρωθεί τελικά μέσω της ποίησης, κλεισμένος πια στο φρενοκομείο και επιθυμώντας να βγει έξω από τα όρια του κόσμου.   

Οι γλωσσικές επιλογές του συγγραφέα, οι γλωσσικές παραβιάσεις που σημειώνονται στο έργο του, αποτυπώνουν ταυτόχρονα τη γλώσσα του εκάστοτε ήρωα, η οποία προσδιορίζει την ταυτότητά του‧[39] το τοπικό ιδίωμα, τις ασυνταξίες, τους ανοίκειους γραμματικά τύπους, τη φωνολογική αποτύπωση των λέξεων που συνδέονται με τους χαρακτήρες της συλλογής διηγημάτων Καϋμοί στο Γριπονήσι, την άναρχη φύση του πρωταγωνιστή Γιάννη στο έργο Το Θείο Τραγί, το «ακατανόητο κράμα μεγαλείου και αθλιότητος»[40] του Ιωάννη Μαριάμπα ή τη διαταραγμένη προσωπικότητα του Αντώνη Σουρούπη. Πρόκειται για ένα παιχνίδι ήχων, λέξεων και φράσεων που επαναλαμβάνονται συνειδητά στο σύνολο του έργου του Σκαρίμπα και μοιάζουν να περιγράφουν ανθρώπινες συμπεριφορές, συνδυάζοντας αντίθετες έννοιες που «παραμορφώνουν» τον λόγο και τελικά οδηγούν στη δημιουργία μιας καθαρά προσωπικής φωνής, η οποία σχεδόν ταυτίζεται με τους ανατρεπτικούς ήρωές του. Ή όπως θα έλεγε ο ίδιος «αυτά, χωρίς σοφολογιακές ¨κατσαρότητες¨ χωρίς περιδιαγραμμάτου παρλάρες. Μόνον έτσι απλά –φίλε αναγνώστη μου- καθώς απλός είμαι ο ίδιος».[41] 

Βιβλιογραφία

Γρυπάρης, Νίκος (1994). Γύρ’ από τον υπερρεαλισμό, την Ελλάδα κι ένα βιβλίο. Στο Κωστίου Κατερίνα (επιμ.), Για τον Σκαρίμπα, Λευκωσία: Αιγαίον.

Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (2005). Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής), Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.

Κ. Γ. (1930). Γιάννη Σκαρίμπα. Καϋμοί στο Γριπονήσι. Διηγήματα. 1930, Ελληνικά Γράμματα 82, 39-40.

Κατσιμαλή, Γεωργία (2009). Γλωσσο-Λογο-Τεχνή-ματα. Αριάδνη 15,  305-333.

Κόλλια, Ελένη (2005). Το μοτίβο του θανάτου στους Καϋμούς στο Γριπονήσι και στον Μαριάμπα. Τα Νεφούρια 13, 13-5.   

Κωστίου, Κατερίνα (2017), Ασύμβατη συνοδοιπορία. Όψεις της έκκεντρης γραφής και ιδεολογίας του Γιάννη Σκαρίμπα, Αθήνα: Νεφέλη.   

Κωστίου, Κατερίνα (2021). Οι γλωσσικές «παρανομίες» του Γιάννη Σκαρίμπα. Στο Κωστίου Κατερίνα-Φιλοκύπρου Έλλη (επιμ.), Γιάννης Σκαρίμπας. Ένας ιθαγενής του μοντερνισμού, Πάτρα: Opportuna.

Μουλλάς, Παν. (1994). Γιάννη Σκαρίμπα. Το Βατερλώ δυο γελοίων. Στο Κωστίου Κατερίνα (επιμ.), Για τον Σκαρίμπα, Λευκωσία: Αιγαίον.

Μπαμπινιώτης, Γ. (1991). Γλωσσολογία και Λογοτεχνία. Από την Τεχνική στην Τέχνη του Λόγου, επιμ. Δ. Μαυρομμάτης, Αθήνα: Γ. Γκέλμπεσης.

Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Νάκας, Θανάσης (1999). Γλωσσοφιλολογικά, Α΄. Μελετήματα για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, Αθήνα: Παρουσία.

Νίτσε, Φρίντριχ (1996). Χαρούμενη Γνώση, μτφρ. Λίλα Τρουλινού, Αθήνα: Εξάντας.

Παπαγεωργοπούλου-Ιωαννίδη, Σούλα (1995). Ανέκδοτα και αθησαύριστα κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα, Χαλκίδα: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Χαλκίδας.

Παπαζαχαρίου Ε. (1999). Λεξικό της Ελληνικής Αργκό, Αθήνα: Κάκτος.

Πιερής Μιχάλης (2000). Διάλεκτοι και ελληνική λογοτεχνία. Στο Αραποπούλου Μαρία (επιμ.), Η Ελληνική Γλώσσα και οι διάλεκτοί της, Αθήνα: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Σκαρίμπας, Γιάννης (2010). Άπαντες Στίχοι 1936-1970, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Αθήνα: Νεφέλη.

Σκαρίμπας, Γιάννης (1994). Καϋμοί στο Γριπονήσι, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Αθήνα: Νεφέλη.

Σκαρίμπας, Γιάννης (1992α). Μαριάμπας, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Αθήνα: Νεφέλη.

Σκαρίμπας, Γιάννης (1993). Το Θείο Τραγί, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Αθήνα: Νεφέλη.

Σκαρίμπας, Γιάννης (1992β). Το Σόλο του Φίγκαρω, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Αθήνα: Νεφέλη.

Σπανδωνίδης, Π. (1992). Γιάννης Σκαρίμπα «Μαριάμπας». Στο Σκαρίμπας, Γιάννης Μαριάμπας, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Αθήνα: Νεφέλη.  

Σταμπουλού, Συμεών Γρ. (2006). Πηγές της πεζογραφίας του Γιάννη Σκαρίμπα, Αθήνα: Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων.  

Τζιόβας, Δημήτρης (2002). Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης. Από την αφηγηματολογία στη διαλογικότητα, Αθήνα: Οδυσσέας.  

Τζιτζιλής Χρήστος (2000). Νεοελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνική διαλεκτολογία. Στο Αραποπούλου Μαρία (επιμ.), Η Ελληνική Γλώσσα και οι διάλεκτοί της, Αθήνα: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Τσιριμώκου, Λίζυ (2000). Εσωτερική ταχύτητα. Δοκίμια για τη λογοτεχνία, Αθήνα: Άγρα. Vitti, Mario (1979). Η γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα: Ερμής.


ΑΝΑΦΟΡΕΣ

[1] Βλ. Παπαγεωργοπούλου-Ιωαννίδη Σούλα (1995): 259.    

[2] Βλ. Παπαγεωργοπούλου-Ιωαννίδη Σούλα (1995): 261-2.

[3] Βλ. Κωστίου Κατερίνα (2021): 110.

[4] Βλ. Τζιόβας Δημήτρης (2002): 197-8.

[5] Βλ. Κωστίου Κατερίνα (2021): 107. Επιπλέον, βλ. Vitti Mario (1979): 292 και Μουλλάς Παν. (1994): 175-7.

[6] Για την παρουσίαση των γλωσσικών παραβιάσεων σε σχέση με τους γραμματικούς κανόνες χρησιμοποιήθηκε η γραμματική του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Βλ. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (2005).

[7] Για τις μετοχές στο έργο του Σκαρίμπα βλ. Νάκας Θανάσης (1999): 165-7.

[8] Βλ. Σταμπουλού Συμεών Γρ. (2006): 495. 

[9] Βλ. Μπαμπινιώτης Γ. (1991); 159.

[10] Βλ. Κωστίου Κατερίνα (2021): 106.

[11] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1994): 105, 106 αντίστοιχα.

[12] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1994): 108.

[13] Βλ. το σημείωμα της επιμελήτριας Κατερίνας Κωστίου στο Σκαρίμπας Γιάννης (1994): 123 και 127-8.

[14] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1993): 26 και 43 αντίστοιχα.

[15] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1993): 65, 71 και 85 αντίστοιχα.

[16] Η αμφιβολία αυτή που δημιουργείται στον αναγνώστη ενισχύεται από το γεγονός πως η λέξη «τόπα» εμφανίζεται νωρίτερα σε άλλο σημείο του κειμένου για να δηλώσει ίσως το τόπι και αλλάζοντας το «ι» σε «α» στο τέλος της λέξης. Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1993): 27.   

[17] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1992α): 210.

[18] Βλ. Σπανδωνίδης Π. (1992): 202-3.

[19] Βλ. αναλυτικά Γρυπάρης Νίκος (1994): 112-7.

[20] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1992α): 80, 134 και 136 αντίστοιχα.

[21] Πρόκειται για τα λόγια του Άγγλου Πρόξενου Χόπκινς-λάι. Για τον λόγο και την αποδοχή ή την απόρριψη των μη φυσικών ομιλητών στην πεζογραφία βλ. Κατσιμαλή Γεωργία (2009): 309-313.

[22] Το ποίημα έχει τίτλο «Τα Ρομπότ» και δημοσιεύεται στη συλλογή Εαυτούληδες (1950). Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (2010): 60.

[23] Βλ. Τσιριμώκου Λίζυ (2000): 370. «Είναι αξιοσημείωτο πως οι μεγάλοι τεχνίτες της πρόζας ήταν σχεδόν πάντα και ποιητές. Πράγματι, η καλή πρόζα γράφεται μόνον όταν είναι αντιμέτωπη με την ποίηση! Γιατί η πρόζα είναι ένας συνεχής, ευγενικός πόλεμος με την ποίηση», υποστηρίζει ο Νίτσε στο έργο του Χαρούμενη Γνώση. Βλ. Νίτσε Φρίντριχ (1996): 132-3 και Τσιριμώκου Λίζυ (2000): 373.

[24] Βλ. Κατερίνα Κωστίου (2017): 20.

[25] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1992β): 54, 55, 67 και 99 αντίστοιχα.

[26] Για τις αστικές και τις επαρχιακές διαλέκτους καθώς και για τις κοινωνικές διαλέκτους βλ. αναλυτικά Τζιτζιλής Χρήστος (2000): 20-1.

[27] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1992α): 115.

[28] «Εκείνο που προξενεί εξαιρετικήν εντύπωση από τους Καϋμούς στο Γριπονήσι είναι το ύφος το ξεχωριστό κι η ρωμαλέα πνοή που παρέχει στη διήγηση ζωντάνια και γοργότητα. Οι φράσεις μαστορεμένες από τεχνίτη δοκιμασμένο, παν η μια πίσω απ’ την άλλη, σαν απαραίτητα συμπληρώματα και χωρούν σύντομες, χτυπητές, επιβλητικές και σχεδόν κάθε τόσο αποκαλυπτικές, παίρνοντας μια αυθυπαρξία ολότελα ανυποψίαστη και προσδίνοντας στο σύνολο μορφικήν αδρότητα πλήρη. Εκτός αυτού διατυπώνονται με τέτοια σιγουριά που, καθλως είναι ενισχυμένες με λέξεις παρμένες από το πιο άδολο λεξιλόγιο του λαού, εντυπώνονται στο νου ζωηρά και μένουν, γνώρισμα ασφαλέστερο των καλών στίχων». Βλ. Κ. Γ. (1930): 39-40 και Σκαρίμπας Γιάννης (1994): 155.

[29] Βλ. αναλυτικά Πιερής Μιχάλης (2000): 59-63.

[30] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1994): 31.

[31] Ο θάνατος ως κυριολεξία και ως μεταφορά στο έργο του Σκαρίμπα αξίζει να αποτελέσει ιδιαίτερο θέμα μελέτης. Βλ. και Κόλλια Ελένη (2005): 13-5. 

[32] Βλ. Παπαζαχαρίου Ε. (1999): 329.

[33] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1994): 16, 32, 47, 61 και 109 αντίστοιχα.

[34] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1993): 67, 76 και 85 αντίστοιχα.

[35] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1993): 85.          

[36] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1992α): 15.

[37] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1992α): 116.

[38] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1992β): 94. Για τα ποιήματα που ενσωματώνονται στο μυθιστόρημα και τα θεματικά μοτίβα της μυθολογίας του Σκαρίμπα βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1992β): 135. Το ποίημα «Τα ρομπότ» εντάσσεται στην ποιητική συλλογή Εαυτούληδες του συγγραφέα. Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (2010): 60.

[39] Για το ζήτημα βλ. Κατσιμαλή Γεωργία (2009): 305-333.

[40] Βλ. Σκαρίμπας Γιάννης (1992α): 187.  

[41] Βλ. αναλυτικά Παπαγεωργοπούλου-Ιωαννίδη Σούλα (1995): 263.