Hans Eideneier
Ομότιμος Καθηγητής Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο του Αμβούργου,
h.eideneier[at]icloud.com
Παραπομπή:
Eideneier H., (2024). O Οψαρολόγος, κριτική έκδοση (πρόλογος, εισαγωγή, κείμενο, σχόλια, παραρτήματα, βιβλιογραφία). Ροδόπη 3. [url]
Περίληψη
Ο Οψαρολόγος είναι μία παρωδία μιας βυζαντινής δίκης, με ψάρια ως ενάγοντες και κατηγορούμενους, στον δημώδη πεζό λόγο του 14ου αιώνα. Ταυτόχρονα όμως είναι και η μεταφορά στον κόσμο των ψαριών της άλλης βυζαντινής παρωδίας, δηλαδή του Πωρικολόγου (μια φανταστική δίκη των οπωρικών), την οποία ακολουθεί σε πολλά σημεία κατά λέξη. Οι φιλόλογοι και ιχθυολόγοι που μελέτησαν το πλήθος των εκεί αναφερομένων ονομάτων ψαριών δεν πρόσεξαν πως μερικά από τα ψάρια του έργου ενδημούν μόνο στη βόρεια ακτή του Αιγαίου, άρα στη Θράκη. Η νέα έκδοση έχει δύο κεντρικούς σκοπούς. Πρώτον, να παρουσιάσει τη σύγχρονη έρευνα για την ταύτιση των ψαριών και δεύτερον, να δείξει και οπτικά την προφορική απαγγελία ενός δημώδους πεζού λόγου του 14ου αιώνα.
Λέξεις- Κλειδιά: Οψαρολόγος, Πωρικολόγος, παρωδία, Θράκη, δημώδης πεζός λόγος 14ου αιώνα
Πρόλογος
Όσοι ενδιαφέρονται για την παρωδία μιας βυζαντινής δίκης με ψάρια ως ενάγοντες και κατηγορούμενους –μιλάμε δηλαδή για τον Οψαρολόγο–, μπορούν να γνωρίσουν το έργο αυτό και σε επιστημονικά ικανοποιητικές εκδόσεις.
Ήδη με την πρώτη έκδοση από τον Karl Krumbacher του 1903 που είναι εξαιρετική, και με τον Οψαρολόγο ως πάρεργο της έκδοσης του Πωρικολόγου από την Helma Winterwerb το 1992, βρισκόμαστε σε μια σχεδόν ιδανική θέση όσον αφορά μια σύγχρονη επεξεργασία και παρουσίαση ενός έργου του πεζού λόγου της πρώιμης νεοελληνικής δημώδους γραμματείας.
Η αφορμή λοιπόν για μια νέα έκδοση δεν μπορούσε να είναι το κριτήριο της βελτίωσης των παλιότερων εκδόσεων.
Η αφορμή βρίσκεται αλλού. Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου μια σχεδόν έτοιμη ανακοίνωσή μου για το 4ο Διεθνές Συμπόσιο Θρακικών Σπουδών στην Κομοτηνή του Απριλίου 2007, με τον τίτλο «Ο θρακιώτικος Οψαρολόγος».
Δε θυμάμαι για ποιο λόγο δε μπόρεσα τότε να παρουσιάσω την ανακοίνωση αυτή. Εντωμεταξύ όμως οι σχέσεις μου με το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο έγιναν πιο θερμές –(ανακήρυξή μου σε επίτιμο διδάκτορα στη Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών το 2017, ίδρυση του Εργαστηρίου Βυζαντινής Δημώδους και Μεταβυζαντινής/Πρώιμης Νεοελληνικής Γραμματείας Hans & Niki Eideneier στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας της ίδιας Σχολής το 2018 και ίδρυση το 2019 της Αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας για τη μελέτη της μεσαιωνικής και πρώιμης νεοελληνικής δημώδους γραμματείας των Χανς και Νίκης Αϊντενάιερ, με τον διακριτικό τίτλο Neograeca Medii Aevi Hans und Niki Eideneier, που εδρεύει στην Ξάνθη)–, ώστε η σημερινή δημοσίευση στο δημοκρίτειο περιβάλλον έχει και ένα προσωπικό νόημα. Η πρώτη ερώτηση είναι τί με παρότρυνε στον τότε μάλλον τολμηρό τίτλο της ανακοίνωσης. Μπορούμε πράγματι να βρούμε αρκετές μαρτυρίες για το ότι τα ψάρια του Οψαρολόγου περιορίζονται στη θρακιώτικη περιοχή;
Η μικρή αυτή μελέτη βασίζεται λοιπόν σε εργασίες των θετικών επιστημών, εκτός άρα των δικών μου γνωστικών πεδίων. Πρώτος σύμβουλος και βοηθός ο φίλος και μαθητής μου Jens Beucker, γνωστός ημιερασιτέχνης ιχθυολόγος και ψαράς και στα ελληνικά ύδατα. Σε ένα σεμινάριο που έγινε στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας για τον Οψαρολόγο εκείνος επέμενε να ασχοληθούμε με τον Έβρο και τον Στρυμόνα καθώς και με τη θαλασσινή περιοχή του Βόρειου Αιγαίου. Αλλά και η μαθήτριά μου Helma Winterwerb που εκπόνησε την εξαιρετική διατριβή της για τον Πωρικολόγο, ανέφερε στο μέρος της εργασίας της για τον Οψαρολόγο την υπόθεση εκείνη σχετικά με τα θρακιώτικα ψάρια, έχοντας τον ίδιο «οψαρολόγο» σύμβουλο Beucker.
Για την πολλαπλή συμβολή όχι μόνο στον τομέα της απόκτησης επιστημονικών άρθρων ευχαριστώ θερμά τη συνάδελφο Στέλλα Χελιδώνη που ζει και εργάζεται στην περιοχή, όπου φαντάζομαι πως ενδημούσαν και τα ψάρια του Οψαρολόγου.
Για τις δεκαοκτώ έξοχες υδατογραφίες των ιχθύων, δηλαδή για την «ιχθυογράφηση», ευχαριστώ θερμότατα τη Θρακιώτισσα Αικατερίνη Σταυροπούλου-Βλάχου που τις φιλοτέχνησε για να κοσμήσουν τούτη τη μελέτη.
Εισαγωγή
Ανάμεσα στις μεσαιωνικές ιστορίες ζώων και παράλληλα με τα βυζαντινά ποιητικά έργα Πουλολόγος (ορθότερα: Πουλιολόγος) και Διήγησις των τετραπόδων ζώων μας έχουν σωθεί και δύο παρωδίες διεξαγωγής δίκης στον δημώδη πεζό λόγο του 14ου αιώνα. Μία από αυτές είναι ο Οψαρολόγος όπου κρίνονται και κατακρίνονται ενώπιον του ανωτάτου ψαρικού δικαστηρίου διάφορα ψάρια για διάφορα παραπτώματα και εγκλήματα. Οι φιλόλογοι και ιχθυολόγοι που μελέτησαν το πλήθος των εκεί αναφερομένων ονομάτων ψαριών δεν πρόσεξαν πως ο Οψαρολόγος αναφέρεται και σε ψάρια που ζουν μόνο στη βόρεια ακτή του Αιγαίου, άρα στη Θράκη.
Ο Οψαρολόγος είναι η μεταφορά της παρωδίας μιας φανταστικής δίκης των οπωρικών στον κόσμο των ψαριών. Η μεταφορά αυτή είναι ολοφάνερη με την έννοια πως ο Οψαρολόγος ακολουθεί τον Πωρικολόγο –η άλλη παρωδία– σε πολλά σημεία κατά λέξη.
Για να δούμε και τις αναλογίες ως προς τη διάδοση των δύο αυτών κειμένων φτάνει να αναφερθούμε στον Γ. Ζώρα (1954, σελ. 29):
Ίσως ουδέν άλλο έργον της δημώδους παραγωγής των τελευταίων βυζαντινών αιώνων εσημείωσε τοιαύτην επιτυχίαν ούτε κατέστη τόσον λαϊκόν, όσον ο Πωρικολόγος. Όχι μόνον κατά την εποχήν της συγγραφής του, αλλά και κατά τους μεταγενεστέρους χρόνους, μέχρι των ημερών μας, έσχε τόσον ευρείαν διάδοσιν, ώστε ουδέν άλλο σύγχρονον έργον να δύναται να συγκριθή προς αυτό εις αριθμόν παραλλαγών, χειρογράφων, εκδόσεων και μεταφράσεων, ακόμη δε και παραλλαγών στοματικής παραδόσεως.
Συγκεκριμένα στην έκδοση του Πωρικολόγου της Helma Winterwerb αναφέρονται κείμενα σε τρεις εκδοχές από δεκαεννέα χειρόγραφα, δεκαέξι ανατυπώσεις του βενετσιάνικου έντυπου από το 1644 ως το 1905 και δύο καταγραφές από τη σύγχρονη προφορική παράδοση.
Ο Οψαρολόγος αντίθετα τεκμηριώνεται σε ένα και μοναδικό χειρόγραφο και γι’ αυτό τον γνωρίζουμε μόνο στη μορφή που εμφανίζεται εκεί.
Και επειδή αυτό το ένα χειρόγραφο όπου παραδίδεται ο Οψαρολόγος, είναι ο Escorialensis Ψ-IV-22, που εμπεριέχει και το κείμενο του Πωρικολόγου της ομάδας Α, έχουμε στα χέρια μας και το πρότυπο της μεταφοράς του Πωρικολόγου στον Οψαρολόγο.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν και οι πιο χτυπητές αποκλίσεις μεταξύ του κειμένου του Πωρικολόγου στο χφ.-οδηγό της ομάδας A, Constantinopolitanus Seragliensis 35, και του κειμένου του χφ. Escorialensis:
Η παρακάτω πρώτη στήλη δείχνει τις παραλλαγές από το Const. 35 (C) και η δεύτερη στήλη τις κοινές αποκλίσεις που παραδίδονται στον Πωρικολόγο του Escorialensis και στον Οψαρολόγο.
C | E (Πωρ. και Οψ.) |
---|---|
2 ηγεμονεύοντος | 2 ανθυπατεύοντος |
19 παρέστη […] αναγγέλλουσα | 11/13 ήλθεν […] και ανήγγειλαν |
57 απεκρίνατο | 22 αποκρινόμενος |
74 έφη προς τους παρεστώτας | 28 προς τους παρεστώτας έφη |
85 απεφθέγξατο | 38 εφθέγξατο |
93 παρίστανται | 47 παρίσταντο γουν |
176 ευθύς ουν είπον οι άρχοντες | 85 Ε (Πωρ): και κράξαντες πάντες είπον Ε (Οψ.): και ευθύς κράξαντες οι ιχθύες απαξάπαντες είπαν |
Την υπόθεση ή θεωρία του Χατζηγιακουμή,[1] ότι ο Escorialensis Ψ-IV-22 παραδίδει τα κείμενα –Διγενή Ακρίτη και Λίβιστρο– σε μια «πιο λαϊκότροπη μορφή», η Winterwerb δεν την επιβεβαιώνει για τον Πωρικολόγο, ενώ για τον Οψαρολόγο δεν έχουμε δεύτερη μαρτυρία ώστε να κάνουμε ανάλογη σύγκριση. Όσον αφορά δε τον Πουλιολόγο (έτσι σωστά στο C, στο κολοβό E «Πουλιολο…») αναφέρω την κρίση μου στο Eideneier (2016, σελ. 158): «Η κατάσταση του κειμένου […] δε μπορεί να χαρακτηριστεί απλώς κακή, επειδή σε πολύ μεγάλα μέρη του είναι και εφθαρμένο». Αλλά και αν συγκρίνουμε το κείμενο του Πωρικολόγου στο Constantinopolitanus με αυτό του Escorialensis (ομάδα Α στην έκδοση Winterwerb) καταλήγουμε στα ίδια αποτελέσματα: από κακή κατάσταση στο εφθαρμένο κείμενο.
Οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα των ερευνών της Winterwerb (1992, σελ. 88-90, 369-383) σχετικά με το Escorialensis μάς αφορούν άμεσα, επειδή η Winterwerb δε μάς παρουσιάζει μόνο μια εικόνα της θέσης του Ε ανάμεσα στις άλλες εκδοχές και χειρόγραφες μαρτυρίες, αλλά και τις εξαρτήσεις του κειμένου του Οψαρολόγου από το Ε. Εφόσον στο Ε προηγείται του Οψαρολόγου άμεσα το κείμενο του Πωρικολόγου από τον ίδιο γραφέα, η πιθανότητα η εκδοχή του Ε να είναι επίσης και το πρότυπο, από το οποίο πηγάζει ο Οψαρολόγος, γίνεται σιγουριά.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο παρουσιάζω ως Παράρτημα Α΄ και το κείμενο του Πωρικολόγου του χφ. Ε σε πρώτη έκδοση.
Ως Παράρτημα Β΄ συμπληρώνω τη μελέτη αυτή με τα σαράντα τρία ονόματα ψαριών και μαλακίων από το συγγενές ποίημα Δ του Πτωχοπροδρόμου.
Και οι δύο παρωδίες, Πωρικολόγος και Οψαρολόγος, ανήκουν στις διηγήσεις του πρώιμου νεοελληνικού πεζού λόγου και διακρίνονται για τις απαιτούμενες ρυθμικές ενότητες προς έντεχνη απαγγελία ενώπιον ακροατηρίου.
Το γραμματολογικό γένος των δύο έργων είναι η παρωδία. Παρωδούνται δημόσιες δίκες βυζαντινού τρόπου. Αυτονόητα για το γένος αυτό είναι και τα σατιρικά στοιχεία. Τα έργα αυτά ωστόσο δεν είναι σάτιρες με επιθετικότητες εναντίον συγκεκριμένων προσώπων. Μαζί με τα άλλα έργα, Πουλιολόγο και Διήγηση των Τετραπόδων Ζώων, τόσο ο Πωρικολόγος όσο και ο Οψαρολόγος ανήκουν στην κατηγορία έργων που χαρακτηρίζονται από τον Beck (1993, μετάφραση Niki Eideneier, σελ. 271 κ.ε.) ως εξής: «Η αγάπη για το αστείον, για το χοντρό χιούμορ και την υβρεολογία […], το κέφι για παράδοξες παρομοιώσεις και η συσσώρευση απίθανων λεξιλογικών συνθεμάτων είναι σίγουρα το ασφαλέστερο κίνητρο για τα έργα αυτά».
Καλό είναι να λάβουμε υπόψη μας και τις ενδείξεις στο φάσμα των τίτλων των έργων ως προς το γραμματολογικό γένος στα σχετικά χειρόγραφα για τον Πωρικολόγο την εποχή της αντι- ή και καταγραφής τους. Έτσι ο Πωρικολόγος παραδίδεται στο καλύτερο χφ. C με τον τίτλο Τα καταλόγια ώδε του Πωρικολόγου. Τον όρο καταλόγιν τον συζητάει η Winterwerb (1992, σελ. 59 κ.ε.) διεξοδικά και με όλη τη σχετική βιβλιογραφία. Όταν όμως στο Λεξικό του Κριαρά διαβάζουμε στο λήμμα καταλόγι: «έμμετρη αφήγηση, στιχούργημα», παρατηρούμε πως έμμετρος δεν είναι ούτε ο Πωρικολόγος ούτε ο Οψαρολόγος, αλλά πρέπει να τονίσουμε για άλλη μια φορά την ιδιότητα τού ρυθμικού πεζού λόγου στα δύο έργα και την αυτονόητη στενή συγγένειά του με τον έμμετρο ποιητικό λόγο, πράγμα που δείχνουν εξάλλου και οι τίτλοι στα άλλα χειρόγραφα. Ο Vind. th. gr. 244 μιλάει για Διήγηση και ο Ambrosianus O 117 για: Στίχος εις τα πωρικά, εις το κυδώνιν και εις τα κίτρα και των εξής και περί των μεθυόντων. Ενδεικτικά και στον Bodleianus Seldenianus supra 15 με το: Ευφήμιον του κυρ Κυδωνίου. Ποιητικός λόγος ποιηθείς παρά του πτωχού Πρόδρομου. Στίχοι διαλεκτικοί. Το ευφήμιον ως μοναδική μαρτυρία, στο Λεξικό του Κριαρά πλησιάζει και μοιάζει αρκετά με ένα «ευθύμιον» και στον Πτωχοπρόδρομο, που φυσικά δε μπορεί να λείπει, ακούμε για εύθυμους «διαλεκτικούς στίχους». Στίχοι με την έννοια: εύρυθμες φράσεις που ακούγονται ως ποιητικός λόγος κατά την έντεχνη απαγγελία τους. Όλα αυτά ισχύουν βέβαια και για τον Οψαρολόγο, ο οποίος είναι κατά κάποιον τρόπο συνέχεια του Πωρικολόγου.
Ενδεικτικός είναι βέβαια και ο τίτλος του Πωρικολόγου που έφτασε ως τις μέρες μας μέσω της προφορικής παράδοσης: Το Ευαγγέλιον της Σταφυλής. Και τούτος ο όρος αφορά μόνο στον τρόπο της εκφοράς –όπως ο παπάς στην εκκλησία όταν διαβάζει το Ευαγγέλιο με ρυθμικές φράσεις «εμμελώς»– και όχι φυσικά στο περιεχόμενο της παρωδίας. Τον Αίσωπο που μας έλειπε ως τώρα, τον βρίσκουμε μόλις σε χφ. του 19ου αιώνα της «ομάδας Γ’» με τον τίτλο: Λογοπαίγνιον Αισώπου.
Η προφορική παράδοση συνεχίζεται εξάλλου ως τις μέρες μας. Η μαθήτριά μου Helma Winterwerb, της οποίας το θέμα της διδακτορικής διατριβής ήταν, όπως είπαμε, η κριτική έκδοση του Πωρικολόγου, όταν κατέβηκε στην Κύπρο για να ανακαλύψει τα τελευταία ίχνη της προφορικής αυτής παράδοσης, διηγιόταν μετά την επιστροφή της στη Γερμανία για την προθυμία ενός λαϊκού ποιητάρη, να απαγγέλνει δημόσια στο καφενείο του χωριού τον Πωρικολόγο αυτόν, όπως τον έμαθε από τον πατέρα του. Στη Helma Winterwerb μεγάλη εντύπωση έκανε εξάλλου το πόσο χαίρονταν οι χωρικοί στο καφενείο για τούτη την απρόοπτη απαγγελία. Μόλις είχε τελειώσει, μας έλεγε, το σχετικά σύντομο «τραγούδι» –έτσι το λέγανε, παρόλο που ήταν κείμενο πεζό– ήθελαν να το ακούσουν ξανά και ξανά από την αρχή. Την εκδοχή αυτή την έγραψε η Winterwerb στο κασετόφωνό της και τη βλέπουμε τώρα δημοσιευμένη στη μελέτη αυτή.
Η υπόθεση των συνολικά ογδόντα έξι στίχων, δηλαδή των ρυθμικών ενοτήτων του Οψαρολόγου είναι η εξής:
Σε μια δίκη επί της βασιλείας Κήτους η Συναγρίδα και η Λαβρακότουρνα (ποταμολάβρακο) ενάγουν τον Τσίρο (σκουμπρί) για εσχάτη προδοσία. Πράγμα που επιβεβαιώνει και ο Ομύδιος (μύδι). Η υπόθεση εξετάζεται από ανώτατους ψαροάρχοντες με αποτέλεσμα να πάρει ο βασιλιάς ένα ψαλίδι και να κόψει του Τσίρου το γένι. Η τελική κρίση του δικαστηρίου είναι να φαγωθεί ο Τσίρος ως μεζές από τους φτωχούς.
Παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας του Οψαρολόγου παραμένει σε μεγάλο βαθμό σταθερός στο περιεχόμενο της Εισαγωγής του Πωρικολόγου. Με τον τρόπο αυτόν, αποσκοπεί μάλλον να εκμεταλλευτεί προς όφελος του δικού του έργου την ήδη ευρεία επιτυχία του Πωρικολόγου, ελπίζοντας με δάνεια από οικεία ακούσματα να κερδίσει ευκολότερα το ενδιαφέρον του κοινού. Η απόκλιση των δύο κειμένων πραγματοποιείται ωστόσο όταν η πρωταγωνίστρια Στάφυλος του Πωρικολόγου αντικαθίσταται από τον Τσίρο στον Οψαρολόγο και εξαιτίας των εντελώς διαφορετικών συνθηκών που επιφέρει η αντικατάσταση αυτή.
Κοντά σ’ αυτές τις αλλαγές που προκύπτουν από τα νέα στοιχεία που εισάγονται στο κείμενο, αναφορικά με τα ψάρια, εντοπίζεται ήδη από την αρχή και μια αποφασιστικής σημασίας διαφορά που καθορίζει τη δομή του υπόλοιπου έργου. Ενώ η κατηγορία της Σταφύλου στον Πωρικολόγο είναι αναληθής, στον Οψαρολόγο πάνε με το δίκιο τους τον τσίρο και τη σαρδέλα στο δικαστήριο με την καταγγελία της εσχάτης προδοσίας.
Οι ενδείξεις για το ειδικό γένος των εύθυμων «διασκεδαστικών» κειμένων στο γλωσσικό ύφος της δημώδους κοινής, που προσλαμβάνονται αποκλειστικά από ακροατές, είναι και η απάντηση στην Α. Camariano (1939, σελ. 89), όταν συνδυάζει ένα δημοσίευμα ενός Θεολoγάκη με τον Οψαρολόγο.[2] Πρόκειται για δύο επιστολές σε λόγια γλώσσα του 14ου αιώνα. Στην πρώτη κάποιος Θεολογάκης ως «εκπρόσωπος των τσίρων» εκφωνεί τα παράπονα και αιτήματα των φθηνών μικρών ψαριών σχετικά με τα μεγάλα και πολύτιμα ψάρια. Ο γράφων απευθύνεται σε κάποιον δούκα Κατασάμπα, ο οποίος αναφέρεται στο Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit του Trapp σε ένα ντοκουμέντο του 1367(?). Η δεύτερη επιστολή είναι απάντηση και απόρριψη των αιτημάτων στο όνομα των μεγάλων ψαριών, που εκφράζεται με βρισιές και απειλές, αλλά και με επιχειρήματα από την αρχαία κλασική γραμματεία.
Όλα μαζί είναι ένα «σκαλάθυρμα» (Λάμπρος) – παίγνιον διανοουμενίστικο δηλαδή – με πρόσωπα ιχθύες. Για τυχόν σχέση ή και επίδραση του μικρού αυτού έργου με τον/στον Οψαρολόγο, όπως διατείνεται η Α. Camariano, δεν υπάρχουν ίχνη. Το μόνο κοινό στοιχείο είναι τα ονόματα ψαριών, από τα οποία συμπίπτουν μερικά με τα ψάρια του Οψαρολόγου.
Ο πρώτος εκδότης του Οψαρολόγου, ο Karl Krumbacher, το 1903 δεν είχε τις δυνατότητες ειδικής έρευνας για το ποια εκδοχή του Πωρικολόγου ήταν η πλησιέστερη μορφή και η πηγή που χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά της στον Οψαρολόγο.
Αυτό που μπορούμε πάντως να πούμε με σιγουριά είναι ότι το κείμενο του Οψαρολόγου που κρατάμε στα χέρια μας, δεν είναι η πρώτη καταγραφή, αλλά η αντιγραφή παλιότερης διασκευής. Δίπλα στις ασυνέπειες περιεχομένου που παρατήρησαν και ο Krumbacher (1903, σελ. 351) και η Winterwerb (1992, σελ. 266 κ.ε.),αναφερόμαστε και στα λάθη αντιγραφής. Εδώ ανήκουν οι διορθώσεις του Krumbacher στελφίνου σε δελφίνου (2), λοτοράτορος σε πρωτοστάτορος (5), οστροδείου σε οστρειδίου (10), ύσχα σε ύσκα (33), εξέτασε σε εξετάσετε (39), άρχων σε άρχοντας (44), αντακόσχιλος σε αντακόσκυλος, της Winterwerb, τονάριοι σε κοιτωνάριοι και οι δικές μου βόσκανε σε κόπανε και παράμοναι σε παραμονάριοι.
Ως προς τη χρονολόγηση του Οψαρολόγου η Winterwerb αναφέρει όλα τα σχετικά στοιχεία που ήρθαν στο φως μετά τον Krumbacher (1903, σελ. 351), ο οποίος περιορίζει τον χρόνο συγγραφής του Πωρικολόγου και, συνεπώς, και του Οψαρολόγου σε μια εποχή «στην οποία το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατείχε ακόμα σημαντική έκταση και ισχύ και ο περίπλοκος γραφειοκρατικός μηχανισμός αποτελούσε ευρέως γνωστή πραγματικότητα». Και καταλήγει η Winterwerb: «Η διαπίστωση, τελικά, ότι ο Οψαρολόγος βασίζεται τόσο στενά στο κείμενο του Πωρικολόγου, όπως το παραδίδει το χφ. του Escorial, και στα περισσότερα χωρία προσεγγίζει το κείμενο που παραδίδει ο κώδικας Constantinopolitanus Seragliensis, ο οποίος γράφτηκε το 1461 – δηλαδή επίσης τον 15ο αιώνα – οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Οψαρολόγος πρέπει να γράφτηκε περί τα τέλη του 14ου με αρχές του 15ου αιώνα».
Για τον τόπο της συγγραφής ωστόσο μας λείπουν στοιχεία και στα δύο έργα. Όπως τα φρούτα της δίκης στον Πωρικολόγο, έτσι και τα ψάρια στον Οψαρολόγο, ως τίτλοι ανωτάτων υπαλλήλων της βυζαντινής πολιτείας, μας κατευθύνουν βέβαια προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά αυτό δε σημαίνει και πολλά.
Από τα σαράντα τρία είδη ψαριών που εμφανίζονται στον Οψαρολόγο, τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις φαίνεται πως μπορούμε να περιορίσουμε τον τόπο όπου κολυμπούν – σήμερα! – στα ποτάμια της Θράκης.
Από επιστημονική πλευρά όμως πρέπει να είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί.
- Τόνισα μόλις το σήμερα. Για να κρίνουμε βιολογικά γεγονότα του 15ου αιώνα μπορεί μεν να μας βοηθήσει η σημερινή κατάσταση, θα παραμένει όμως μια αρκετά μεγάλη ανασφάλεια. Στους έξι αιώνες που μας χωρίζουν από τον καιρόν εκείνο μπορεί να έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα.
- Ποιος μας λέει πως ο συγγραφέας είχε τέτοιες και τόσες γνώσεις της ζωολογίας ώστε να μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τον όποιο ρόλο του ακριβούς εντοπισμού των ψαριών;
- Ένα ψάρι σαν το κήτος δε μπορεί να εμφανίζεται ή και δεν εμφανίζεται σε καθορισμένο μέρος της θάλασσας. Εξάλλου και λόγω των χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης μπορεί και ο εντοπισμός να έχει και μεταφορική σημασία.
- Η ελληνική ιχθυολογία δεν επεκτείνει τις μελέτες της εύκολα και αυτονόητα και στη Μαύρη Θάλασσα και στα ποτάμια που χύνονται σ’ αυτήν. Όμως ένας πολίτης και «Πολίτης» του 15ου αιώνα θα είχε μάλλον υπόψη του τη γεωγραφία τούτων των τόπων.
Οι γνώσεις του συγγραφέα του Οψαρολόγου και της ιχθυολογίας του δεν ξεπερνάν τις βασικές γνώσεις ενός ερασιτέχνη. Ούτε ήταν μάλλον ο ίδιος ψαράς: το σκουμπρί ή και ο τσίρος δεν έχει «γένι», ίσον «μπάρμπα», να του το κόψει κανείς. Σε δύο περιπτώσεις εξάλλου βλέπουμε πως το πρότυπο του Πωρικολόγου είναι και η αφορμή για το όνομα ενός ψαριού. Ο βασιλιάς Κήτος προέρχεται κατευθείαν από τον βασιλέα των φρούτων Κυδώνι, και το (ο)μύδι το βρίσκουμε ακριβώς στην ανάλογη θέση του Πωρικολόγου με το κρομμύδι. Αυτό το γεγονός μας δείχνει πως με το Κήτος μπαίνουμε στη βυζαντινή παράδοση, όπου το μεγαλύτερο ή πιο δυνατό ζώο του είδους τους είναι και ο βασιλιάς.
Έτσι ο βασιλιάς στη Διήγηση των τετραπόδων ζώων είναι ο λέων και στον Πουλολόγο ο αετός. Ενώ για το κυδώνι ως βασιλιά των οπώρων στον Πωρικολόγο δε βρήκαμε καμία εξήγηση. Δεν αποκλείεται πως παίζει ρόλο τελικά ο “statesman, scholar and translator” Δημήτριος Κυδώνης (ca 1324 – 1398) (ODB).
Το κείμενο
Για να δώσουμε μια άποψη που βασίζεται όχι μόνο στο ίδιο το κείμενο του Οψαρολόγου, αλλά και στη συγκέντρωση της επιστημονικής κατάταξης των ψαριών καθώς και των τίτλων, που αναφέρονται στο έργο, πρέπει να τα παρουσιάσουμε όλα αυτά σε μια μορφή, ώστε ο αναγνώστης να μπορέσει να βγάλει ο ίδιος μια δική του γνώμη.
Η εκτύπωση του κειμένου κατά ρυθμικές ενότητες τονίζει και υπογραμμίζει και οπτικά την απαγγελία του λόγου μπροστά σε ακροατήριο.
Η αρίθμηση των γραμμών της έκδοσης του Πωρικολόγου του χφ. Escorialensis παραμένει αυτή της έκδοσης Winterwerb, γιατί αυτή μπήκε στα σχετικά Λεξικά. Για να φανούν όμως και εδώ, όπως φαίνονται στην έκδοση του Οψαρολόγου, οι ρυθμικές ενότητες του αφηγηματικού – ποιητικού λόγου, έπρεπε να αλλάξω σε μερικές περιπτώσεις τη μορφή των γραμμών, κρατώντας όμως αυτή την παλιά αρίθμηση.
Ο Οψαρολόγος
Βασιλεύοντος του πανενδοξοτάτου Κήτου και ανθυπατεύοντος του περιβλέπτου Δελφίνου, | |
συνεδριάζοντος δε Ορκύνου του μεγάλου δομεστίκου, | |
Ξιφίου του πρωτοστάτορος, | |
5 | Κεφάλου του επικέρνη, |
Ψησσίου του λογαρά, | |
Λαβρακίου του καίσαρος, | |
Γλανέου του λογοθέτου, | |
Συακίου του παρακοιμωμένου | |
10 | και Οστρειδίου του καστροφύλακος. |
Και ήλθεν η Συναγρίδα | |
και η Λαβρακότουρνα | |
και ανήγγειλαν προς τον βασιλέαν | |
ότι ο Τσίρος ο λειψαξούγγιος | |
15 | μετά Τριχέου του κόμητος |
εβουλεύσαντο κατά της βασιλείας σου. | |
Ακούσας δε ο βασιλεύς Κήτος | |
είπε προς την Συναγρίδα: | |
Ψευδώς ανήγγειλες, Συναγρίδα, προς την βασιλείαν μου. | |
20 | Ευθύς γουν εξεπήδησεν |
και ο κύρης Ομύδιος μετά μαύρης στολής | |
τους λόγους αποκρινόμενος: | |
Μα τον αδελφόν μου τον Καλαμάριον | |
και τον ανεψιόν μου τον Κτένιον | |
25 | και τον συμπέθερόν μου τον Πάγουρον, |
αληθώς έφη η Συναγρίδα και η Λαβρακότουρνα προς την βασιλείαν σου. | |
Ο δε βασιλεύς Κήτος | |
προς τους παρεστώτας έφη: | |
Σεβαστέ Στάκε | |
30 | και Θύννα |
και Κόπανε, προκαθήμενε του βεστιαρίου, | |
Βαρσαμέχουμνε και έπαρχε Τούρνα, | |
Ύσκα και Φιλομήλα, | |
Αθερίνα και Τρυγόνα, | |
35 | Ρίνα και Βάτε, |
οι και τας βίβλους κρατήτε, | |
κρίνατε προς αυτούς, | |
καθώς ο κύρης Ομύδιος εφθέγξατο | |
και εξέτασε το αληθές. | |
40 | Οι δε είπον: |
Ημείς, ω δέσποτα, | |
αεί την δικαίαν κρίσιν θέλοντες | |
λοιπόν ικετεύομέν σοι του προστάξαι | |
και ελθείν τους άρχοντας και ηγεμόνας. | |
45 | Προστάξαντος ουν του βασιλέως |
και εισελθόντων των αρχόντων | |
παρίσταντο γουν οι κοιτωνάριοι και παραμονάριοι, | |
ο Κουβίδης τε και Γαλέα, | |
η Ζαργάνα και η Έκγαρις, | |
50 | η Έγγραυλη και η Κουτσουρίνα, |
η Λακέρτα και ο Λύχνος, | |
το Σκορπίδιν, ο Αντακόσκυλος, το Σαυρίδιν, | |
το Αχέλι και η Οσμαρίδα. | |
Και προστάξας ο βασιλεύς Κήτος | |
55 | έφεραν τον Τσίρον |
μετά κλοτσάτων και τυμπανιστριών, | |
αλλά δη και τον πραίτορα Μαζόν | |
και Τριχέον τον κόμητα. | |
Και σταθέντες εις το μέσον | |
60 | ο τε Τρικέος και ο Μαζός |
είπαν το αληθές, ότι ο Τσίρος παρώξυνεν ημάς. | |
Είπε δε προς αυτούς ο βασιλεύς Κήτος: | |
Αληθώς είπεν ο Τσίρος ο λειψαξούγγιος | |
ότι η Συναγρίδα <και> η Λαβρακότουρνα | |
65 | ψευδώς ανήγγειλεν την βασιλείαν σου. |
Έκραξαν και είπαν οι μάρτυρες | |
ότι μάλλον ψευδώς ανήγγειλεν ο Τσίρος τη βασιλεία σου. | |
Ακούσας δε ο βασιλεύς Κήτος | |
και ορίσας μετά θυμού μεγάλου | |
70 | ήφεραν ψαλίδιον και έκοψε το γένειον του Τσίρου. |
Και έβαλε φωνήν μεγάλην μετά κλαυθμού ο Τσίρος και είπεν: | |
Ανάθεμά σε, Συναγρίδα, | |
και ανάθεμα το γένος σου. | |
Και επάρας το γένειον αυτού | |
75 | επήγεν και έδειξέν το τον αδελφόν του τον Τριχέον |
Και ιδών αυτόν | |
έκλαυσεν πικρώς και οδυνηρώς και είπε: | |
Φευ το τί έπαθεν ο αδελφός μου ο Τσίρος. | |
Τότε εκατηράσατο τον Τσίρον ο βασιλεύς και είπεν: | |
80 | Από του πτωχού το στόμα μη εγλύσης, Τσίρε, |
και η τιμή σου να έναι αυτό | |
το λέγουν φόλιν | |
και από κλοτσάτων και από βρωμιαρέας μη εγλύσης, | |
Τσίρε, Τσίρε! | |
85 | Και ευθύς κράξαντες οι ιχθύες απαξάπαντες είπαν: |
Εις πολλά έτη, δέσποτα! |
Κριτικό υπόμνημα
2 δελφίνου διορθ. Krumbacher στελφίνου Ε 5 [4;] πρωτοστάτορος διορθ. Krumbacher λοτοράτορος Ε 10 οστρειδίου διορθ. Krumbacher οστροδίου Ε 25 πάγουρον διορθώνω πάγγουρον Ε 31 κόπανε διορθώνω βόσκανε Ε 33 ύσκα διορθ. Krumbacher ύσχα Ε 44 άρχοντας διορθ. Krumbacher άρχων Ε 46 κοιτωνάριοι διορθ. Winterwerb τονάριοι Ε παραμονάριοι διορθώνω παράμοναι Ε 52 αντακόσκυλος διορθ. Krumbacher αντακόσχιλος Ε 64 και προσθ. Krumbacher παραλ. Ε
Υπόμνημα παραθεμάτων ( Π = Πωρικολόγος)
1 Π 1: βασιλεύοντος του πανενδοξοτάτου Κυδωνίου 2 Π 2: και ανθυπατεύοντος του περιβλέπτου Κίτρου 3 Π 3: συνεδριάζοντος 4 Π 6: του πρωτοστάτορος 5 Π 3: του επικέρνη 7 Π 8: του καίσαρος 8 Π 4: του λογοθέτου 11 Π 19: ήλθεν η 13 Π 19α: και αναγγέλλουσα ταύτα προς τον βασιλέα 14 Π 22: ότι ο 15 Π 23: μετά κυμίνου του κόμητος 16 Π 37: κατά της βασιλείας 17 Π 39: ο δε βασιλεύς Κυδώνιος ακούσας ταύτα 18 Π 4: προς αυτήν 19 Π 71: ψευδώς ανήγγειλεν […] προς την βασιλείαν σου 20 Π 52: ευθύς εξεπήδησεν 21 Π 53: και ο κύρης Κρομμύδιος μετά κοκκίνης στολής 22 Π 57: τους λόγους αποκρινόμενος 23 Π 60: μα τον αδελφόν μου τον 24 Π 62: και Ρ. τον ανεψιόν μου 25 Π 63: και συμπέθερόν μου 26 Π 71: ψευδώς ανάγγειλεν […] προς την βασιλείαν σου 27 Π 73: ο δε βασιλεύς Κυδώνιος 28 Π 74: προς τους παρεστώτας έφη 29 Π 75: σεβαστέ 31 Π 77: και […] προκαθήμενε 32 Π 78: και έπαρχε 36 Π 83: οι και τας βίβλους κρατείτε 37 Π 84: κρίνατε προς αυτούς 38 Π 85: καθώς ο κύρης Κρομμύδιος εφθέγξατο 39 Π 86α: και ετάξατε το αληθές 40 Π 87: οι δε είπον 41 Π 88: ημείς ω δέσποτα 42 Π 89: αεί την δικαίαν κρίσιν θέλοντες 43 Π 90: λοιπόν ικετεύομέν σε του προστάξαι 44 Π 91: και ελθείν τους άρχοντας και ηγεμόνας 45 Π 92: προστάξαντος ουν του βασιλέως 46 Π 92α: και εισελθόντων των αρχόντων 47 Π 93: παρίστανται οι κοιτωνάριοι και παραμονάριοι 48 Π 94: ο Κ. τε και 65 Π 71: ψευδώς ανήγγειλεν […] προς την βασιλείαν σου 68 Π 39: ο δε βασιλεύς Κυδώνιος ακούσας ταύτα 85 Π 176: και κράξαντες πάντες είπον 86 Π 177: εις πολλά τα έτη.
Κατάλογος των ψαριών
Ιδού η λίστα των ψαριών στην αλφαβητική σειρά, στη δεύτερη στήλη η σημερινή ονομασία, στην τρίτη ο επιστημονικός όρος και στην τέταρτη τα πρώτα στοιχεία της επιστημονικής ταύτισης στην ιχθυολογική βιβλιογραφία.
αθερίνα (34) | αθερίνα | atherina hepsetus atherina mochon | Thompson 3 κ.ε. |
αντακόσκυλος (52) | οικ. γωβιών | pomatoschistus | Βλ. σχόλια |
αχέλι (53) | χέλι | anguilla anguilla | Οικονομίδης αρ. 144 |
βαρσαμέχουμνος (32) | δράκαινα | trachinus vipera | Οικονομίδης αρ. 302 |
βάτος (35) | σαλάχι, ράγια | raja punetata | Οικονομίδης αρ. 37 Thompson 26 |
γαλέα (48) | γαλιά | eudontomyzon mariae | Οικονομίδης αρ. 424 Thompson 38 |
γλάνεος (8) | γουλιανός | silurus glanis | Thompson 43-48 |
δελφίνος (2) | δελφίνι | delphinus delphis | Thompson 52-56 |
έγγραυλη (50) | αντσούγια | engraulis encrasicholus | Thompson 58 |
έκγαρις (49) | γαρίδα | crangon crangon | Krumbacher 374 |
ζαργάνα (49) | βελονίδα | belone belone | Οικονομίδης αρ. 154 |
θύννα (30) | τόνος | thunnus alalunga | Thompson 79-90 |
καλαμάριν (23) | καλαμάρι | loligo vulgaris |
κέφαλος (5) | κέφαλος | mugil cephalus | Thompson 110-112 Οικονομίδης 489 κ.ε. |
κήτος (1.17.27. 54.62.68) | κήτος | cetus | Thompson 114 Βλ. σχόλια |
κόπανος (31) | τόνος | thunnus thunnus | Οικονομίδης αρ. 313 |
κουβίδιν (48) | γωβιός | gobius | Thompson 137 Ondrias 56 Οικονομίδης αρ. 534-538 |
κουτσουρίνα (50) | κουτσουράς | carassius carassius | Οικονομίδης 558 |
κτένιν (24) | χτένι | pecten | |
λαβράκιν (7) | λαβράκι | dicentrarchus labrax | Οικονομίδης 493 |
λαβρακότουρνα (12.26.63) | ποταμολάβρακο | stizostedion lucioperca barbus barbus macedonicus | Οικονομίδης 463 Οικονομίδης 497 |
λακέρτα (51) | παλαμίδα | pelamys sarda | Οικονομίδης 525 |
λύχνος (51) | λύχνος | uranoscopus scaber | Οικονομίδης 523 |
μαζός (57.60) | μπακαλιάρος | merluccius merluccius | Thompson 152 Οικονομίδης 479 |
ξιφίας (4) | ξιφίας | xiphias gladius | Thompson 178-180 Οικονομίδης 528 |
ομύδιν (21.38) | μύδι | mytilus | |
όρκυνος (3) | τόνος | thunnus thynnus | Thompson 185-186 Οικονομίδης 526 |
οσμαρίδα (52) | μαρίδα | smaris maurii | Thompson 247-248 Οικονομίδης 507 |
οστρείδιν (10) | στρείδι | ostrea edulis | Thompson 190-192 |
πάγουρος (25) | κάβουρας | cancer pagurus | Thompson 193 |
ρίνα (35) | ρίνα | squatina squatina | Thompson 221-222 Οικονομίδης 433 |
σαυρίδιν (52) | σαυρίδι | trachurus trachurus | Thompson 229-230 Οικονομίδης 510 |
σκορπίδιν (52) | σκορπίνα | scorpaena porcus | Thompson 245-246 Οικονομίδης 539 |
στάκος (29) | αστακός | palinurus vulgaris | Thompson 18 |
συάκιν (9) | καλκάνι | scophthalmus maximus | Thompson 253 Οικονομίδης 543 |
συναγρίδα (11.18.19.64.72) | συναγρίδα | dentex dentex | Thompson 253 Οικονομίδης 498 |
τούρνα (32) | λούτσος | esox lucius | Thompson 151 (s.v. lucius) Οικονομίδης 445-446 Ondrias αρ. 77 |
τριχέος/τρικεός (15.58.60.75) | σαρδέλα | clupea aurita | Οικονομίδης 441-442 |
τρυγόνα (34) | τρυγόνα | trygon pastinaca | Οικονομίδης 438 |
τσίρος (14.55.61. 63.67.70.71.78. 79.80.85) | σκουμπρί | scomber scombrus | Οικονομίδης 524 |
ύσκα (33) | κουρούνα / στουριόνι | acipenser sturio | Οικονομίδης 440 Tinnefeld αρ. 34 |
φιλομήλα (33) | καπόνι | trigla | Οικονομίδης 540-542 |
ψησσίν (6) | γλώσσα | solea vulgaris | Thompson 294-295 Οικονομίδης 546 |
Σχόλια
Μερικά ονόματα χρειάζονται και κάποια σχόλια:
αντακόσκυλος: ο αντακαίος (huso huso) που τον αναφέρει ήδη ο Ηρόδοτος IV 53: «κήτεά τε μεγάλα ἀνάκανθα, τά, ἀντακαίους καλέουσι» (Thompson 16), ανήκει στην οικογένεια των οξυρρυγχιδών (Κριαράς), το -σκυλος δείχνει την οικογένεια καρχαριών. Οι Βακαλόπουλοι τον ταυτίζουν με τον pomatoschistus canestrinii (137). Ο Οικονομίδης αναφέρει έναν pomatoschistus microps (αρ. 444) από την οικογένεια των γωβιών με μοναδική μαρτυρία την λιμνοθάλασσα Βιστωνίδα της Θράκης.
βαρσαμέχουμνος: το βαρσάμι, ο Δ. Θεοδωρίδης το παρουσιάζει σε ειδικό άρθρο (βλ. βιβλιογραφία) ως δράκαινα με τοξική επιθετικότητα στα ύδατα της Κωνσταντινούπολης. Για το -χουμνος ως τώρα δε βρέθηκε μια πειστική εξήγηση. Ένας σατιρικός υπαινιγμός στη βυζαντινή οικογένεια Χούμνος, της οποίας ο τελευταίος γνωστός αντιπρόσωπος πέθανε το 1327, φαίνεται πως δεν έχει βάση. Ο Krumbacher αναφέρει τη γνώμη του Άμαντου, ότι μπορεί να κρύβεται στο χούμνο το ψάρι χάννος (serranus hepatus).
γαλέα: η αρχαία γαλέα – γαλέη δεν έχει σχέση με τον γαλεό και επέζησε με το όνομα γαλιά ως σήμερα. Βλ. και Κριαρά s.v. και Trapp s.v.,Tinnefeld αρ. 35.
έγγραυλις: το 1910 δημοσίευσε ο Γ.Ν. Χατζιδάκις (G.N. Hatzidakis) στο περ. Glotta 2, 298 ένα σημείωμα με τον τίτλο «[ἔγγραυλος – γαῦρος». Ο σημερινός γαύρος, λέει, ονομαζόταν στα αρχαία «ἐγκρασίχολος» (Αθήναιος VII, 300), «ἔγγραυλις και ἐγγραύλης». Πρώτον χάθηκε, λέει, ο αρχικός φθόγγος ε- και μετά απλοποιήθηκε το γγ σε γ. Το *γραῦλος υπέστη μετάθεση και γίνεται *γλαῦρος, και μετά με αφομοίωση γαῦρος. Μια δυσκολία, λέει, παραμένει: η κατάληξη σε -ος. Ή η ἔγγραυλις είχε και τύπο σε -ος ή ο νεοελληνικός γαύρος είναι η μεγεθυντική μορφή της λέξης.
Αυτή η ετυμολόγηση της λέξης γαύρος αναγνωρίστηκε παντού και γενικά.
Το αδύνατο της υπόθεσης βρίσκεται στα εξής στοιχεία:
- Από το ἔγγραυλις ως το γαῦρος, οι ενδιάμεσοι τύποι *γραῦλος και *γλαῦρος δεν μαρτυρούνται πουθενά.
- Η αρχαία ἔγγραυλις βρίσκεται στη μορφή αυτή αλώβητα ως τον 16ο αιώνα και στη δημώδη γραμματεία.
- Το αρχαίο γαύρος με τη σημασία «υπερηφανευόμενος» επέζησε στη λόγια βυζαντινή γραμματεία και το γαυριώμαι ως υπερηφανεύομαι ως την πρώιμη νεοελληνική δημώδη γραμματεία.
- Ένα τονισμένο έψιλον [έ] στην αρχή μιας λέξης συνήθως δε χάνεται.
Από την άλλη μεριά παρατηρούμε πως ο σημερινός γαύρος σημασιολογικά φαίνεται να είναι κοντά στην αρχαία και τη μεσαιωνική ἔγγραυλιν, δηλαδή την αντσούγια. Το ότι η αντσούγια αυτή κατάγεται από το ιταλικό acciuga δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά όταν διαπιστώνουμε ότι αυτή η acciuga εμφανίζεται σε άλλες ρομανικές γλώσσες με τον τύπο amplova και amploia (βλ. Meyer – Lübke, Romanisches Etymologisches Wörterbuch αρ. 520) και γι’ αυτό σχετίζεται η καταγωγή της με την αρχαιοελληνική ἀφύη (ο ενδιάμεσος τύπος apyia μαρτυρείται), προχωράμε τουλάχιστον όσον αφορά τη σημασία και της ἐγγραύλεως. Γιατί η ἀφύη αυτή στα αρχαία μαρτυρείται και με τη σημασία “small fry of various fishes” (LSJ) και μάλιστα μαζί με την αναφορά στην ἔγγραυλιν:
- Στα Αλιευτικά του Οππιανού (2ος αι.), εκδ. A.W. Mair, 1928, IV 469: «Ἔστι δέ τις νεπόδων δειλὸς καὶ ἄκικυς ὅμιλος,/ἀβληχρῆς ἀφύης ἀδινὸν γένος, αἳ καλέονται / ἐγγραύλεις· ἀγαθὴ δὲ βόσις πάντεσσιν ἔασιν / ἰχθύσιν·» (There is a certain timid and strengthness company of fishes, the thronging race of the feeble Frey which are called Anchovies. They are a goodly food for all manner of fishes).
- Στο Περί Ζώων Ιδιότητος του Αιλιανού (2ος ως 3ος αι.), εκδ. R. Hercher, 1864-1866, VIII 18: «ἐγγραύλεις, οἱ δὲ ἐγκρασιχόλους καλοῦσιν αὐτάς, […] ἔστι δέ μικρά ἰχθύδια».
- Στους Δειπνοσοφιστάς του Αθήναιου (3ος αι.), εκδ. G. Kaibel, 1887-90, VII 285a: «τῆς δ’ ἀφύης ἐστὶ γένη πλείω·[…] ἑτέρα δ’ ἐστὶν ἀφύη ἡ κωβῖτις λεγομένη· γίνεται δ’ αὕτη ἐκ τῶν μικρῶν καὶ φαύλων τῶν ἐν τῇ ἄμμῳ διαγενομένων κωβιδίων· καὶ ἐξ αὐτῆς δὲ ταύτης τῆς ἀφύης ἀπογεννῶνται ἕτεραι, αἵτινες ἐγκρασίχολοι καλοῦνται».
Φαίνεται ότι η «ἔγγραυλις» και ο «ἐγκρασίχολος» είναι δίδυμοι, με τη σημασία αντσούγια = αφύη.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθούμε μια μοναδική μαρτυρία του 10ου αιώνα στα Γεωπονικά (έκδ. H. Beckh, Λειψία 1895, κεφ. 24) για τα δολώματα: «Δέλη πρὸς πάντα ἰχθὺν ἐν παντὶ καιρῷ. Ἐπὶ δὲ τῆς χρείας λαβὼν ἕλμιν ἢ γῆς ἔντερα ἀπόπλυνον, καὶ βάλε εἰς ἀγγεῖον, καὶ ἔγγραυλιν ἀπὸ τοῦ τόπου ὑγρὰν ἀποπίασον εἰς τὴν χεῖρα, καὶ μίξον ἐκ τοῦ φαρμάκου τὸ αὔταρκες, καὶ τὰς ἕλμεις βαλὼν εἰς τὸ μάγμα ἀνάτριψον, καὶ τότε ἄρας δελέαζε».
Στην ερμηνεία θα περιοριστώ στο ζήτημα, τί μαθαίνουμε για την έγγραυλη. Η υγρά έγγραυλη εδώ φαίνεται πως δεν είναι ψάρι της θάλασσας, αλλά ένα επεξεργασμένο προϊόν από μικρά ψαράκια: αφύη. Για να καταλάβουμε το «ἀπὸ τοῦ τόπου», μπορούμε να το σχετίσουμε με το «ἐν παντὶ καιρῷ» στον τίτλο. Κατασκευάζουμε με στύψιμο ένα προϊόν που το έχουμε «στο σπίτι μας» αν το χρειαστούμε (η σκέψη είναι της Αλεξάνδρας Προκόβα).
Το βασικό συμπέρασμα πως πρόκειται για «παστή» αφύη επιβεβαιώνεται και στις εκτός του Οψαρολόγου δύο άλλες μαρτυρίες για την έγγραυλη στην πρώιμη νεοελληνική δημώδη γραμματεία.
Στον Πτωχοπρόδρομο (Δ 105) ακούμε για έναν χαβιαροκαταλύτη, σκουμπροπαλαμιδόπαστο και εγγραυλοπαστοφάγο, δηλαδή για άνθρωπο που τρώει το σκουμπρί, την παλαμίδα και την έγγραυλη στην παστή μορφή.
Και στον Σπανό (Α 59) ακούμε:
Ανοίξω το στόμα μου
και βάλω τρία δαμάσκηνα
και σκούμπρον και κέφαλον
και παλαμίδαν οπτήν.
Και οφθήσομαι
καλά τρανά σαυρίδια
και από την ἔγγραυλιν την αθερίναν ζουμίν.
Τα ψάρια αναφέρονται άρτια εκτός από την έγγραυλη και την, εξίσου μικρή, αθερίνα, που τις τρώμε μέσα στην πηχτή σάλτσα.
Ήδη από τις πρώτες μαρτυρίες του όρου έγγραυλις (και εγκρασίχολος) γνωρίζουμε λοιπόν ένα χωριστό είδος της αφύης, της οποίας η πρώτη και κύρια σημασία είναι «μικρά ψαράκια» που ζουν συνήθως σε κοπάδια. Η διάκριση μεταξύ αφύης και έγγραυλης είναι, φαίνεται, ότι τα ιχθύδια της αφύης βρίσκονται (ακόμα) στη θάλασσα, ενώ οι εγγραύλεις και οι εγκρασίχολοι εμφανίζονται στη μορφή της συντήρησης στις οικιακές κουζίνες ή στις ταβέρνες, όπου τρώγονται ως μεζές. Ο ψαράς, φαίνεται, θα ψαρέψει μεν αφύη από τη θάλασσα, αλλά όχι εγγραύλεις, και στην ταβέρνα δεν θα φάμε αφύη, αλλά εγγραύλεις μέσα στο ζουμί τους. Όπως π.χ. η νεοελληνική αντσούγια. Δε θα την ψαρέψουμε, αλλά «συντηρείται συνήθ. σε άλμη ή λάδι» (Χρ. Χαραλαμπάκης, Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας).
Από τα μίγματα, μάγματα, ζωμούς και ζουμιά, όπου βρίσκουμε και την έγγραυλη, ξεχωρίζουμε όμως και ένα ζωμό που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Στον Γαληνό (6, 716) συναντάμε έναν όρο, γαρέλαιον, που εξηγείται ως «μίγμα τι εκ γάρου και ελαίου» (Λεξικό Δημητράκου) ή «paste made of γάρος and oil» (LSJ). Και στο Λούκιος ή Όνος του Λουκιανού (2ος αιώνας) (47) φέρνουν τον όνο σε ένα συμπόσιο και «ἔπειτα τράπεζάν μοι παραθεῖναι εἶπε καὶ εἶναι ἐπ’ αὐτῇ πολλὰ τῶν ὅσα μὴ δυνατὸν ἄλλῳ ὄνῳ καταφαγεῖν, κρέα λοπάδας ζωμοὺς ἰχθῦς, τοῦτο μὲν ἐν γάρῳ καὶ ἐλαίῳ κατακειμένους, τοῦτο δὲ νάπυϊ ἐπικεχυμένους».
Η αντσούγια αυτή φαίνεται πως σερβίρεται και τρώγεται μέσα στο ζουμί της. Μπας και αυτή η *εγγαρ(έ)λι(ο)ς (αφύη) έχει καμία σχέση με την έγγραυλη;
Αγνώστου ετύμου πρέπει όμως δυστυχώς να μείνει ο γαύρος, γιατί τον ψαρεύουμε ως ψάρι στη θάλασσα και τον τρώμε «οπτόν» του τηγάνου, και όχι «παστόν» σε γαρέλαιον.
έκγαρις: βλ. Κριαράς: «πιθ. σχετ. με τα ουσ. γαρίδα και καρίδα». Πβλ. και Πτωχοπρόδρομος Δ 321: καρίδας (Η), καριδίτσας (SAC VPK).
κήτος: δεν προσέχτηκε αρκετά ως σήμερα, πόσο αποφασιστικής σημασίας είναι το λεκτικό πρότυπο του κήτους στον Οψαρολόγο. Ο στ. 1 του Οψαρολόγου, «Βασιλεύοντος του πανενδοξοτάτου Κήτου», αντιστοιχεί στον πρότυπο Πωρικολόγο 1, «Βασιλεύοντος του πανενδοξοτάτου Κυδωνίου». Η φωνητική ομοιότητα αυτή μας απαλλάσσει όχι μόνο από υποθέσεις γιατί ο συγγραφέας διάλεξε το κήτος ως βασιλιά των ψαριών, αλλά και από συζητήσεις ποιον κήτο εννοούσε και σε ποιες θάλασσες βρίσκονται τα κήτη. Το πιο γνωστό κήτος είναι σίγουρα εξάλλου αυτό της Παλαιάς Διαθήκης (Ιωνάς 2,1): «καὶ προσέταξε Κύριος κήτει μεγάλῳ καταπιεῖν τὸν ᾿Ιωνᾶν· καὶ ἦν ᾿Ιωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας».
κόπανος: το κείμενο του Οψαρολόγου στο χφ. Escorialensis είναι αντιγραφή με αρκετά λάθη αντιγραφής. Επειδή το β γράφεται στην εποχή εκείνη u, δηλαδή όπως το κ και το σκ: στ, δηλαδή όπως το π, η διόρθωση του βόσκανε του χειρόγραφου σε κόπανε βασίζεται στα παλαιογραφικά αυτά δεδομένα.
λαβρακότουρνα: η «λουτσοπέρκα» < lucioperca. Βλ. παρακάτω.
τούρνα: βλ. παρακάτω.
ύσκα: Και ο Α. Karpozelos («Realia in Byzantine Epistolography X-XIIe» στη Byz. Zeitschrift 77, 1984, 20-37, 23 υποσ. 38) και ο Tinnefeld (1988, 167 υποσ. 28) αναφέρονται στον Σάθα (Μεσ. Βιβλιοθήκη 290, 1-4), όπου ο Μιχαήλ Ψελλός ονομάζει την ύσκα ποτάμιον ὗν: «ὡς ἂν εἴπῃ τις ἀνὴρ Ἀττικός […] οἱ γὰρ ἰδιῶται ἡμεῖς ὕσκαν τὸν ἰχθῦν ὀνομάζομεν, ὡς ἡδέως τὸν ἡδυμελῆ καὶ ἡδύκρεων». Και ο Συμεών Σηθ και ο Χριστόφορος Μυτιληναίος (αναφορά και παραθέματα στο Tinnefeld αρ. 34 υποσ. 27 και Vakalopoulos, 2008, σελ. 143) επαινούν τη νοστιμάδα του κρέατος: «Τίς γὰρ ἄλλη βρῶσις ὕσκας ἡδίων;». Και ο Πτωχοπρόδρομος βάζει τας ύσκας ‒πάντα μαζί με τα ψησσία‒ (Δ 106 και 411) στα ψάρια που γουστάρουν οι ηγούμενοι και στερούνται οι πτωχοκαλόγεροι. Φαίνεται πως είναι ψάρι του γλυκού νερού, ώστε η ταύτιση της ύσκας με τον echelus myrus ‒το «φίδι της θάλασσας»‒ όπως προτείνουν οι Βακαλόπουλοι, μάλλον δε στέκεται.
Από τα άλλα ονόματα του Οψαρολόγου χωρίζουμε τα μαλάκια:
η γαρίδα (η Έκγαρις)
το καλαμάριν (ο Καλαμάριος)
το χτένιν (ο Κτένιος)
το μύδι (ο Ομύδιος)
το στρείδι (ο Οστρείδιος)
το παγούριν (ο Πάγουρος).
Και από τα θαλασσινά, τα ψάρια του γλυκού νερού:
το χέλι
ο γλάνεος
ο κέφαλος
η κουτσουρίνα
η λαβρακότουρνα
η τούρνα.
Σημαντική είναι όμως και η πληροφορία ότι από αυτά τα ψάρια του γλυκού νερού όλα σχεδόν βρίσκονται στα ποτάμια και τις λίμνες της Μακεδονίας και προπαντός της Θράκης. Άρα επιστρέφουμε στην αρχική ερώτηση, αν μπορούμε δηλαδή να βρούμε στοιχεία για το ότι ο Οψαρολόγος αναφέρεται και σε ψάρια που ζουν στα ποτάμια της Θράκης.
Σχετικά με αυτό το θέμα ο Jens Beucker με πληροφορεί, ότι τα χέλια δεν ανεβαίνουν (πια;) στα ποτάμια που χύνονται στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά μόνον στους ποταμούς της Θράκης. Και η κουτσουρίνα κατά τον Οικονομίδη (αρ. 139) «το είδος δεν ανευρέθη εις έτερα, πλην του Έβρου, ύδατα της Θράκης και της Μακεδονίας».
Η δε τούρνα και η λαβρακότουρνα αξίζουν έναν ιδιαίτερο σχολιασμό:
Κεντρικό ρόλο στον Οψαρολόγο έχει τούτη η λαβρακότουρνα. Εννοείται πως το ακροατήριο του έργου γνωρίζει και αναγνωρίζει ‒γιγνώσκει και αναγιγνώσκει‒ το ψάρι αυτό. Ενώ το λαβράκι της θάλασσας το γνωρίζουν απανταχού, την τούρνα την έχουν ακουστά μόνο αυτοί που ζουν σε περιοχές όπου ο λούτσος λέγεται τούρνα. Και αν η περιοχή αυτή περιορίζεται ‒ή «ακόμα» ή «πια»‒ στα ποτάμια της Θράκης, συμπεραίνουμε πως ο συγγραφέας του Οψαρολόγου παρουσίαζε στο έργο του ένα ψάρι που το ακροατήριό του το ταύτιζε με αυτό το «ποταμολάβρακο».
Με άλλα λόγια: Όταν στην Κωνσταντινούπολη προς το τέλος του 14ου αιώνα άκουγαν οι Πολίτες την παρωδία Οψαρολόγος, η λαβρακότουρνα τούς ήταν γνωστή ως νόστιμο ποταμίσιο ψάρι από την κοντινή Θράκη. Και όταν το ψάρι αυτό επέζησε με το όνομα τούρνα στα σημερινά Τούρκικα, μιλάμε για την ίδια περιοχή. Επειδή στα Τούρκικα turna σημαίνει μεν το πουλί γερανός, όταν όμως εννοούν το ψάρι με την ελληνική ονομασία τούρνα, το λένε turnabaliği, δηλαδή «ψάρι τούρνα».
Η ονομασία τούρνα για τον λούτσο έφτασε μεν και σε κάποιες λίμνες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας (βλ. Οικονομίδης, αρ. 71), αλλά η «πατρίδα» της είναι σίγουρα τα ποτάμια της Θράκης (βλ. Ondrias αρ. 77: μόνη μαρτυρία: «Evros River, Thrace»).
O Stefanov (2007, 115) στα «Coregonidae» δεν αναφέρει καμία σχετική μαρτυρία για τα ποτάμια της Μαύρης Θάλασσας. Το δείχνει εξάλλου και η ετυμολογία του λούτσου από το βενετσιάνικο luzzo. Άρα η υπόλοιπη Ελλάδα το ψάρι λούτσο το ονομάζει με αυτήν την ξένη λέξη.
Η ετυμολογία της λέξης τούρνα μας πηγαίνει σε μια και μοναδική μαρτυρία, που την αναφέρουν και ο Thompson (151 s.v.lucius) και ο Liddell-Scott-Jones: «τύρνες – luciolus a kind of fish, probably falsa lectio in Gloss.».
Τη στιγμή που έχουμε στο λήμμα τύρνες και τη μετάφραση luciolus, δηλαδή μικρός λούτσος, το «falsa lectio» του LSJ μπορεί να αφορά μόνο την κατάληξη της τούρνας – τύρνης στο Γλωσσάριο αυτό.
Το «Gloss.» του LSJ μας οδηγεί στο Corpus Glossariorum Latinorum, ed. G. Loewe, G. Goetz, F. Schoell, Λιψία 1888-1924, στον τόμο 3 στο τμήμα Hermeneumata Montepessulana του χειρόγραφου Η306 από το Μontpellier του 9ου αιώνα όπου το παράθεμα αυτό στη σελίδα 314: τύρνες luciolus.
Mερικά ονόματα ψαριών παρουσιάζονται στο Γλωσσάριο αυτό στον πληθυντικό, όπως κήρυκες – murices, ονίσκοι – aselli, έγχελεις – anguillae, κολιοί – lacerti, γαλέοι – catelli, θρίσσαι – sardinae, χήμαι – pelorides, τελλίναι – mituli, αλλά δεν έχουμε καμία μαρτυρία για ελληνικό ψάρι στον ενικό και καμιά για λατινικό ψάρι στον πληθυντικό. Και το κήρυκες αντιστοιχεί στο murices. Στη λέξη νάρκε το ε αντιστοιχεί με η. Άρα το ζήτημα της κατάληξης της λέξης τύρν-ες πρέπει να μείνει ανοιχτό. Το ότι όμως η ρίζα της λέξης, τυρν-, είναι ο πρόδρομος της ρίζας της λέξης τούρνα δε μπορεί να αμφισβητηθεί.
Με πρότυπο το ποίημα του Λ. Μαβίλη Κολοιός και Τούνος,
Ένας κολοιός Κορφιάτικος ερώτησ’ έναν θύννον
(Κερκυραϊκή Ανθολογία, χρονιά Α’, αριθ. 5 (Κέρκυρα 1 Μαΐου 1916) 128 [ανέκδ. Επίγραμμα])
Ερχόμενον απ’ τα νερά των πάλαι Βυζαντίνων.
«Πώς διασκεδάζεις, τούνε μου, σε τούτα τ’ ακρογιάλια;»
Και κείνος του αποκρίθηκε και τού ‘πεφταν τα σάλια.
«Εν μέσω τόσων ευειδών Σειρήνων καλλιμόλπων
Λέω πως ακόμα βρίσκομαι στον Κερατίαν κόλπον».
συμπεραίνουμε και εμείς πια:
Σιμά στην Πόλη την καλή, στη Θράκη πάει ο νους μας
εκεί εν και Βυζάντιο, εκεί εν και η χάρη,
από τον Έβρο φέρνουν μας καλή λαβρακοτούρνα
και κουτσουρίνα νόστιμη για να χαρούμε γεύση.
Τον λούτσο πανταχού αλλού, εμείς τον λέμε τούρνα,
ίντα στην Πόλη γεύεται, τιμώντας και τη Θράκη.
Δεν είναι μόνο τα ψάρια του Οψαρολόγου που αντικατέστησαν τα φρούτα του Πωρικολόγου, αλλά ο «ποιητής» του Οψαρολόγου μετέφερε και τους αξιωματούχους της δικαστικής υπηρεσίας με τους ανάλογους τίτλους από τον Πωρικολόγο στο έργο του.
Οι τίτλοι στον Οψαρολόγο είναι οι εξής. Στη β΄ στήλη σημειώνεται και το ψάρι που φέρει τον τίτλο του ανάλογου αξιωματούχου:
άρχοντες (44.46) | |
δομέστικος (3) | όρκυνος |
έπαρχος (32) | τούρνα |
επικέρνης (5) | κέφαλος |
ηγεμόνες (44) | |
καίσαρ (7) | λαβράκιν |
καστροφύλαξ (10) | οστρείδιν |
κοιτωνάριος (47) | δεκατρία ψάρια |
κόμης (15.58) | τριχέος |
λογαράς (6) | ψησσίν |
λογοθέτης (8) | γλάνεος |
παρακοιμώμενος (9) | συάκιν |
παραμονάριος (47) | δεκατρία ψάρια |
πραίτωρ (57) | μαζός |
προκαθήμενος του βεστιαρίου (31) | κόπανος |
πρωτοστάτωρ (4) | ξιφίας |
Οι τίτλοι στον Πωρικολόγο εξηγούνται εκτενέστερα, με όλη τη σχετική βιβλιογραφία, στην έκδοση της Winterwerb (1992, 65-82). Η μεγάλη πλειοψηφία των τίτλων του Οψαρολόγου, δηλαδή οι δεκατρείς από τους δεκαέξι, βρίσκεται και στον Πωρικολόγο: έπαρχος, επικέρνης, ηγεμών, καίσαρ, κοιτωνάριος, κόμης, λογοθέτης, παρακοιμώμενος, παραμονάριος, πραίτωρ, προκαθήμενος του βεστιαρίου, πρωτοστάτωρ.
Τίτλοι που εμφανίζονται μόνο στον Οψαρολόγο και όχι στον Πωρικολόγο μένουν μόνο οι εξής τρεις: ο μέγας δομέστικος (στον Πωρικολόγο δεμέστικος), ο λογαράς και ο καστροφύλαξ.
Για έναν σημερινό αναγνώστη, εξυπακούεται να αναζητήσει κάποια λογική στη συσχέτιση ψαριών και τίτλων των σχετικών αξιωματούχων. Προπάντων ο Tinnefeld (1988) αφήνει να εννοηθεί πως η ταξινόμηση ‒ψάρι και τίτλος αξιωματούχου‒ δεν είναι τυχαία.
Κατά των υποθέσεων αυτών θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε ότι όταν στους κοιτωνάριους και παρακοιμώμενους αντιστοιχούν δεκατρία ψάρια, η ύπαρξη κάποιας λογικής στην κατάταξη αναιρείται.
Αλλά να μην ξεχνάμε και πάλι πως το κοινό που προσλαμβάνει το έργο αυτό είναι ακροατές. Και ένας ακροατής ακούει την ώρα ή τη στιγμή που απαγγέλλεται το κείμενο από τη μια μεριά τα ονόματα των ψαριών και από την άλλη τους τίτλους των αξιωματούχων. Για να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή ποιος ταιριάζει και δεν ταιριάζει σε ποιον, αποκλείεται εντελώς. Τέτοιες υποθέσεις είναι για μεταγενέστερους φιλόλογους που έχουν ένα γραπτό, δηλαδή τυπωμένο κείμενο, μπροστά τους και συγκρίνουν το ένα με το άλλο.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄
Παρόλο που το υπόμνημα παραθεμάτων από τον Πωρικολόγο του Escorialensis δείχνει την εξάρτηση του κειμένου του Οψαρολόγου από εκείνη την παραλλαγή του Πωρικολόγου, θεωρώ χρήσιμο να παρουσιάσω αυτό το πρότυπο του Οψαρολόγου, από αυτή την παραλλαγή του Escorialensis, εδώ ως τρέχον κείμενο. Στην έκδοση Winterwerb η “εκδοχή” αυτή υποτάσσεται ‒δικαίως‒ στο καλύτερο χφ. Constantinopolitanus Seragliensis της ομάδας Ι.
Ο οπωρικός λόγος | Ε 201v | |
---|---|---|
Βασιλεύοντος του πανενδοξοτάτου Κυδωνίου | ||
και ανθυπατεύοντος του περιβλέπτου Κίτρου | ||
συνεδριάζοντος Ροδίου του επικέρνη | ||
3α | απιδίου του πρωτονοταρίου | |
Μήλου του λογοθέτου | ||
5 | Νερατζίου του πρωτοβεστιαρίου | |
Ροδακίνου του πρωτοστράτορος | ||
Δαμασκήνου του πρωτονοβελισίμου | ||
Πιστακίου του καίσαρος | ||
Λεμονίου του μεγάλου δρογγαρίου | ||
10 | Κουκουναρίου του φιλοσόφου | |
Μοσχοκαρυδίου του επιτραπέζη | ||
12-16 | Μουσπούλου, Σούρβου, Τζιτζίφου | |
Μυρσινοκίσκου και Κερασίου των γραμματικών | ||
αυτού παρισταμένων δε και άλλων ουκ ολίγων. | ||
Ήλθεν η Στάφυλος κατηγορούσα | ||
19α | και αναγγέλλουσα ταύτα προς τον βασιλέα Κυδώνιον: | |
20 | Ω δέσποτα βασιλεύ Κυδώνιε, | |
γνωστόν έστω τη βασιλεία σου | ||
ότι ο πρωτοσεβαστός Πεπέριος | ||
μετά Κυμίνου του κόμητος | ||
και Θρύμπου του πρωτοσπαθαρίου, | ||
25 | Καναβουρίου τε του μεγάλου άρχοντος, | |
Κρανίου του πραίτορος, | ||
27/28 | Συκαμίνου, Προύνου τε και Βατσίνου, | |
Τζιτζιφορεβίθου τε και Ανακακάβου, | ||
30 | Αβραμύλου τε και Κουκουμάρου | |
των επί των αναμνήσεων, | ||
Ανήθου τε και Μαλάθρου, | ||
Κολιάνδρου τε και Δενδρολιβάνου, | ||
34/35 | Στάχου και Κρόκου και Πιπέρου | |
των σων προσταγμάτων καταφρονών | ||
37 | κατά της βασιλείας άτοπα επιτηδεύων. | |
39 | Ο δε βασιλεύς Κυδώνιος ακούσας ταύτα | |
40 | και θυμού πλησθείς | |
έφη προς αυτήν: | ||
Έχεις μάρτυρας; | ||
Η δε έφη: | ||
ναι, δέσποτα βα│σιλεύ Κυδώνιε, | 194r | |
45 | έχω Ελαίαν την κυρά ηγουμένην, | |
Φακήν την κυρά οικονόμισσαν, | ||
Σταφίδαν την κυρά καλογραίαν, | ||
Ορβίθιον τον κουκουβαϊομύτην, | ||
Φάσουλον τον κοιλιοπρήστην, | ||
50 | Κούκκον τον αιματοειδή και πνευματομάχον | |
Λάθυρον τον ακέφαλον. | ||
Ευθύς εξεπήδησεν | ||
53 | και ο κύρης Κρομμύδιος μετά κοκκίνης στολής, | |
57 | τους λόγους αποκρινόμενος: | |
60 | Μα τον αδελφόν μου τον Σκόρδον | |
και εξάδελφόν μου τον Σινάπην | ||
και Ρέπανον τον ανεψιόν μου | ||
63/64 | και συμπέθερόν μου Πράσον τον μακρυγένην | |
65/66 | και Κάρδαμον τον δριμύτατον | |
67/68 | και υιόν μου τον Ταρχόν και Γόγγυλον | |
71 | ψευδώς ανήγγειλεν η Στάφυλος κατηγορούσα | |
προς την βασιλείαν σου. | ||
73 | Ο δε βασιλεύς Κυδώνιος | |
προς τους παρεστώτας έφη: | ||
75 | Σεβαστέ Μαρούλιε | |
77 | και Αντίδιε προκαθήμενε | |
76 | Φρύγιε πρωτοσπαθάριε | |
και έπαρχε Χρυσολάχανε | ||
Σπανάκιε κουροπαλάτη | ||
80 | και Σεύτλε κοντόσταβλε, | |
Ηδύοσμον και Κουδιμέντε, | ||
Δαύκε και Σέλινε, | ||
οι και τας βίβλους κρατείτε, | ||
κρίνατε προς αυτούς, | ||
85 | καθώς ο κύρης Κρομμύδιος εφθέγξατο | |
86α | και ετάξατε το αληθές. | |
Οι δε είπον: | ||
Ημείς, ω δέσποτα, | ||
αεί την δικαίαν κρίσιν θέλοντες | ||
90 | λοιπόν ικετεύομέν σε του προστάξαι | |
και ελθείν τους άρχοντας και ηγεμόνας. | ||
92 | Προστάξαντος ουν του βασιλέως | |
92α | και εισελθόντων των αρχόντων | |
93 | παρίστανται οι κοιτωνάριοι και οι παραμονάριοι | |
ο Καρύδης τε και ο Κάστανος | ||
95 | ο Λεπτοκάρυος, | 194v |
ο Φοίνικός τε και ο Ξυλοκέρατος, │ | ||
96α | Αμύγδαλος τε και ο Πιστάκιος, | |
97 | ο Βερίκουκός τε και ο Τζίτζιφος, | |
105 | οίπερ και το αληθές μαρτυρήσαντες | |
106 | ο δε του σοφωτάτου κριτής ιλαρότατος Πέπων | |
99 | και ο Κολοκύνθης ο ιλεσίγαστρος | |
107 | Τετράγγουρος ο σακελλάριος, | |
108/109 | Μαντζιτζάνης ο κακοθε<ώ>ρετος | |
110 | και ακανθόρραχος. | |
110α | Παρήσαν γουν μετά ταύτα. | |
134 | Ελθών γαρ η Στάφυλος | |
και καταφυγών πάλιν εις έτερον ψεύδος | ||
135/136 | λέγει: ω δέσποτα βασιλεύ Κυδώνιε, | |
ο Ροδάκινος ο περσικώτατος | ||
έχει το βέλος αυτού | ||
και υπό μαχαιρών κοπής | ||
150 | και υπό πόδας ανδρών πατηθής | |
156 | και το αίμα σου να πίνουν οι άνθρωποι | |
156α | και είτις εξεριστή να σε πίνη πολλά | |
158/160 | και να λέγη σάταλα πάταλα | |
164 | εις το λιβάδιν ως όνος να κυλίεται | |
162 | από τοίχον έως τοίχον να παρακρούη | |
163 | και από φράκτην έως φράκτην, | |
165 | εις τα πηλά κωλοκανθέαν να δώση | |
168 | χοιρίδια του αναμυτίσουν | |
171 | και σκύλοι τον γλείψουν. | |
176 | Και κράξαντες πάντες είπον: | |
177 | Εις πολλά τα έτη, δέσποτα. |
6 πρωτοστάτορος Ε 7 πρωτοβελισιμίου Ε 11 μοσχοκαρίου Ε 34/35 κυπέρου Ε 48 κουβαϊομύτην Ε 54-56 om. E 58-59 om. E 69-70 om. E 72 om. E 86 om. E 98 om. E 111-133 om. E 139-153 om. E 151-155 om. E 161 om. E 166-167 om. E 169-170 om. E 172-175 om. E
Παράρτημα Β΄
Ψάρια και μαλάκια στον Πτωχοπρόδρομο Δ΄
[αβγοτάριχον] | 326 |
αθερίνα | 185 |
αστακός | 319 |
βατόπουλον | 573 |
βατραχός | 394 |
βερζίτικον | 209 |
γαλέα | 574 |
γλαύκος | 209 |
γοφάριν | 208. 411 |
έγγραυλις | 105 (εγγραυλοπαστοφάγος) |
θύννα | 109. 237 (θυννόκομμα238) (θυννομαγειρία [Γ΄] 93) |
καλαμαρίτσιν | 320 |
καρίδα | 321 |
καριδίτσα | 321 |
κέφαλος | 40. 178. 415 |
κιθαργός | 186 |
κτένιν | 323 |
κυπρινάριν | 207 |
κυπρίνος | 207 |
κωβίδιν | 574 |
λαβράκιν | 92. 188. 409 |
μαζός | 173 |
μουρήνα | 206 |
ξιφίας | 207 (ξιφιοτράχηλος) |
οκταποδίτσιν | 320 |
οστρειδομυδίτσια | 322 |
παγούριν | 319 |
παλαμίδα | 248-30 (συχνά) παλαμιδόκομμα [Γ΄] 94 |
σαρδέλα | 248-21 (κ. τσερδέλα) |
σαυρίδιν | 236 |
σαχαλτίκιν | 206 |
σηπία | 320 |
σκουμπρίν | 237 σκουμπροπαλαμιδόπαστος 105 [Γ΄] 94 |
συακόκομμα | 184 |
συναγρίδα | 9. 179 |
σωλήνα | 323 |
τριγλίν | 184 |
τσίρος | 214 [Γ΄ 94] |
ύσκα | 106. 411 |
φιλομήλα | 92. 177. 248-2. 415 |
φιλομηλίτσα | 574 |
χαβιάριν | 93. 325 |
χαβιαρίτσιν | 325 |
ψησσίν | 106. 411. 415. 248-2. 573 |
ψησσόπουλον | 172. 573 |
Από τα σαράντα τρία ψάρια και μαλάκια του Οψαρολόγου βρίσκονται τα είκοσι ένα και στο τέταρτο ποίημα των Πτωχοπροδρομικών Ποιημάτων. Οι λόγοι γιατί τα υπόλοιπα είκοσι δύο “λείπουν” στον Πτωχοπρόδρομο μπορούν να εξηγηθούν ως εξής:
- Δεν είναι εδώδιμα ψάρια ή έχουν κακή γεύση: αντακόσκυλος, βαρσάμι (δηλητηριώδες), δελφίνος, κήτος, λύχνος, σκορπίδιν.
- Εμφανίζονται με άλλο όνομα: λακέρτα= παλαμίδα, όρκυνος = θύννα, τριχέος = σαρδέλα, τρυγόνα = σκουμπρίν.
- Είναι ονομασίες της Θράκης: γλάνεος, κουτσουρίνα, λαβρακότουρνα, τούρνα.
Επιλογή Βιβλιογραφίας
Η βιβλιογραφία για τις ονομασίες και τα ονόματα ελληνικών ψαριών είναι φυσικά μεγάλη. Ακόμα και αν περιοριστώ μόνο στα σαράντα τρία ονόματα ψαριών και μαλακίων του Οψαρολόγου, θα έπρεπε να πάρω θέση για το συγκεκριμένο ψάρι, που το παρουσιάζω με την επιστημονική λατινική ονομασία. Αν π.χ. ο Ondrias (1971) για το ψάρι αθερίνα διακρίνει την Atherina boyeri από την A. caspia, A. hepsetus, A. minuta, A. mochon και A. pontica, και δε μας λέει, σε ποια συγκεκριμένη περιοχή εμφανίζεται η μία ή η άλλη, πρέπει να προτιμήσουμε τον Κατάλογο των ιχθύων της Ελλάδος του Π. Οικονομίδη (1973), επειδή στο είδος ATHERINIDAE αναφέρει και για την Atherina mochon (αρ. 202) και την Atherina hepsetus (αρ. 203) την ύπαρξη στην «Αλεξανδρούπολη». Για την πληροφορία αυτή βασίζεται ο Οικονομίδης στους Konsuloff και Drensky (1943). Ταυτόχρονα όμως οι M. Chrone-Vakalopoulos και A. Vakalopoulos (2008), αναφέρουν μεν τις αθερίνες στον Πτωχοπρόδρομο και στη Διήγηση των Τετραπόδων Ζώων, άρα στα με τον Οψαρολόγο συγγενή κείμενα, αλλά αποφασίζουν για τη λατινική ονομασία Atherina hepsetus, χωρίς να μας πουν, γιατί απέκλεισαν την Atherina mochon.
Όλα αυτά δείχνουν απλώς πως η τελική ένταξη των ψαριών του Οψαρολόγου στον επιστημονικό κατάλογο δεν μπορεί να είναι η αποδεδειγμένη τελική.
Θα προσπαθήσω όμως εδώ να λάβω υπόψη όσα στοιχεία μπορούν να μας βοηθήσουν στην ένταξη αυτή, βασιζόμενος στην πλούσια σύγχρονη βιβλιογραφία.
Μεθοδολογικά δεν έχει όμως νόημα να αναφέρω όλη την παλιότερη βιβλιογραφία, όταν την εμπεριέχει μια μελέτη σαν αυτή του Οικονομίδη (1972). Από τα παλιότερα αναφέρω όμως και τη μελέτη του Thompson (1947), όχι μόνο επειδή προσφέρει και τις σχετικές εικόνες των ψαριών.
Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις όπου τα σχετικά ψάρια δεν αναφέρονται στον κατάλογο του Οικονομίδη, αλλά σε άλλες μελέτες, οπότε θα αναφέρω μόνο αυτές.
Γενικά οι εργασίες των Οικονομίδη και Ondrias έχουν εκτενέστερη βιβλιογραφία, οι μελέτες των Tinnefeld και Winterwerb αναφέρονται και στον Οψαρoλόγο.
Camariano, 1939 | Camariano, Ariadna (1939). Porikologos şi Opsarologos grecesc. Cercetӑri Literare 3, 33-139, Ops: 85-90. |
Dagron, 1993 | Dagron, G. (1993). Poissons, pêcheurs et poissonniers de Constantinople. Στο C. Mango – G. Dagron (Επιμ.), Constantinople and its hinterland: papers from the twenty-seventh Spring Symposium of Byzantine Studies. Oxford, 57-73. |
Eideneier, 2012 | Eideneier, H. (2012), (εκδ). Πτωχοπρόδρομος. Ηράκλειο. |
Eideneier, 2016 | Eideneier, H. (2016), (εκδ). Διήγησις των Τετραπόδων Ζώων, Πουλολόγος. Ηράκλειο. |
Chatzijakumis, 1977 | Χατζηγιακουμής, Μανόλης (1977). Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα. Τομ. Α΄. Αθήνα. |
Kislinger, 1982 | Kislinger, Ewald (1982). Gastgewerbe und Beherbergung in frühbyzantinischer Zeit. Eine realienkundliche Studie aufgrund hagiographischer und historiographischer Quellen. Wien, 76-91 (ψάρια). |
Konsuloff, 1943 | Konsuloff, St. και Drensky, P. (1943). Die Fischfauna der Ägäis. Annuaire Univ. Sofia Fac. Sci. 39(3), 293-308. |
Κουκουλές, 1952 | Κουκουλές, Φαίδων (1952). Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός. Τομ. 5. Αθήνα, 79-88. |
Kroll, 2012 | Kroll, Henriette (2012). Animals in the Byzantine Empire: An overview of the Archaeozoological Evidence. Archaeologia Medievale XXXIX, 93-121. |
Krumbacher 1903 | Krumbacher, Karl (1903). Das mittelgriechische Fischbuch. Separat Abdruck aus den Sitzungsberichten der philos.-philol. und histor. Klasse der Kgl. Bayer. Akademie der Wissenschaften, Heft III. |
Λάμπρος, 1910 | Λάμπρος, Σπ. (1910). Του Θεολογάκη. Ως εκ προσώπου των καλουμένων τζύρων. Νέος Ελληνομνήμων 7, 353-359. |
Ludwig, 1905 | Ludwig, A. (1905). Der Fischprozeß. Kulturgeschichtliches aus der Tierwelt. Πράγα. |
Λουγγής, 2011 | Λουγγής, Τηλέμαχος Κ. (2011). Περί ιχθύων και αλιείας διάφορα. Στο Η. Αναγνωστάκης, Τ. Κόλιας, Ε. Παπαδοπούλου (Επιμ.), Ζώα και περιβάλλον στο Βυζάντιο (7ος – 12ος αι.). Αθήνα, 51-62. |
Puchner, 1996 | Puchner, Walter (1996). Βιβλιοκρισία της μελέτης Porikologos της H. Winterwerb. Südost – Forschungen 55, 571-574. |
Οικονομίδης, 1972 | Οικονομίδης, Π. Σ. (1972) «Κατάλογος των ιχθύων της Ελλάδος», Ελληνική Ωκεανολογία και Λιμνολογία. Τόμ. XI. Αθήνα (Ανάτυπο, Αθήνα 1973). |
Ondrias, 1971 | Ondrias, J. C. (1971). A List of the fresh and sea water fishes of Greece, Ελληνική Ωκεανολογία και Λιμνολογία. Τόμ. X, 23-96. |
Schmid, 1903 | Schmid, Georg (1903). Zum Opsarologos. Vizantijskij Vremennik 10, 603-607. |
Schmidt-Ries, 1943 | Schmidt-Ries, H. (1943), Die Fische Griechenlands, I. Die Süßwasserfische, Zeitschrift für Fischerei 41, 319-344. |
Stefanov, 2007 | Stefanov, Tihomir (2007). Fauna and Distribution of Fishes in Bulgaria. Στο V. Fet and A. Popov (Επιμ.), Biogeography and Ecology of Bulgaria, 109-139. |
Theodoridis, 1999 | Theodoridis, Dimitri (1999). Das Wort Βαρσαμέχουμνος im Opsarologos. Στο C. Sode / S. Takács (Επιμ.), Novum Millennium, Studies on Byzantine History and Culture, dedicated to Paul Speck, 401-404. |
Thompson, 1947 | Thompson, D’Arcy Wentworth (1947). A Glossary of Greek Fishes. London: Oxford University Press. |
Tinnefeld, 1988 | Tinnefeld, Franz (1988). Zur kulinarischen Qualität byzantinischer Speisefische. Studies in the Mediterranean World, Past and Present. Τόμ. XI. Tokio, 155-176. |
Vakalopoulos, 2008 | Chrone-Vakalopoulos, M., Vakalopoulos, A. (2008). Fishes and other aquatic species in the Byzantine Literature. Classification, terminology and scientific names. Βυζαντινά Σύμμεικτα, 18. Αθήνα, 123-157. |
[1] Chatzijakumis (1977, σελ. 127 κ.ε.). Παλαιότερη βιβλιογραφία για το χφ. Escorialensis Ψ-IV-22 μετά τον Χατζηγιακουμή βρίσκει κανείς στην έκδοση του Πωρικολόγου της Helma Winterwerb 1992, η νεότερη στα: Elizabeth Jeffreys (επιμ.), Digenis Akritis, Cambridge Medieval Classics 7, Cambridge 1998‧ Παναγιώτης Α. Αγαπητός (επιμ.), Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης. Κριτική έκδοση της διασκευής α, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη 9, Αθήνα 2006‧ Tina Lendari (επιμ.), Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης. The Vatican Version, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη 10, Αθήνα 2007.
[2] Έκδοση Σπ. Λάμπρος, Νέος Ελληνομνήμων 7, 1910: 353-359.